κακομήχανος: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakomichanos
|Transliteration C=kakomichanos
|Beta Code=kakomh/xanos
|Beta Code=kakomh/xanos
|Definition=Dor. -μάχᾰνος [μᾱ], ον, [[mischief-plotting]], <span class="bibl">Il.6.344</span>, <span class="bibl">Od.16.418</span>; λῃσταί <span class="bibl">B.17.8</span>; κῶρος <span class="bibl">Mosch.<span class="title">Fr.</span>3.7</span>; of things, [[mischievous]], [[baneful]], ἔρις <span class="bibl">Il.9.257</span>. Adv. -νως <span class="bibl">Phot.<span class="title">Bibl.</span>p.292</span> B.
|Definition=Dor. [[κακομάχανος]] [μᾱ], ον, [[mischief-plotting]], Il.6.344, Od.16.418; λῃσταί B.17.8; κῶρος Mosch.''Fr.''3.7; of things, [[mischievous]], [[baneful]], ἔρις Il.9.257. Adv. [[κακομηχάνως]] = [[maliciously]] Phot.''Bibl.''p.292 B.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακομήχανος -ον, Dor. κακομάχανος &#91;[[κακός]], [[μηχανή]]] [[onheil stichtend]].
|elnltext=κακομήχανος -ον, Dor. κακομάχανος &#91;[[κακός]], [[μηχανή]]] [[onheil stichtend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομήχᾰνος Medium diacritics: κακομήχανος Low diacritics: κακομήχανος Capitals: ΚΑΚΟΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: kakomḗchanos Transliteration B: kakomēchanos Transliteration C: kakomichanos Beta Code: kakomh/xanos

English (LSJ)

Dor. κακομάχανος [μᾱ], ον, mischief-plotting, Il.6.344, Od.16.418; λῃσταί B.17.8; κῶρος Mosch.Fr.3.7; of things, mischievous, baneful, ἔρις Il.9.257. Adv. κακομηχάνως = maliciously Phot.Bibl.p.292 B.

German (Pape)

[Seite 1301] Unheil, Böses ersinnend; Il. 6, 344 Od. 16, 418; ἔρις Il. 9, 257; übh. arglistig, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fabrique d'odieuses machinations ; fourbe.
Étymologie: κακός, μηχανή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακομήχανος -ον, Dor. κακομάχανος [κακός, μηχανή] onheil stichtend.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκομήχᾰνος: злокозненный, приносящий несчастье, несущий беды (Ἑλένη, ἔρις Hom.).

English (Autenrieth)

(μηχανή): contriving evil, malicious, Od. 16.418.

Greek Monolingual

κακομήχανος, -ον (AM, Α δωρ. τ. κακομάχανος, -ον)
1. αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, πανούργος, δόλιος
2. ολέθριος, καταστρεπτικόςκακομήχανος ἔρις», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
κακομηχάνως (Μ)
με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. γλυκυμήχανος, πολυμήχανος].

Greek Monotonic

κᾰκομήχᾰνος: Δωρ. κακομάχ-, -ον (μηχανή), αυτός που μηχανεύεται, σχεδιάζει κακά, κακοποιός, βλαβερός, επιζήμιος, θανάσιμος, ολέθριος, καταστρεπτικός, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

κακομήχᾰνος: -ον, Δωρ. κακομάχανος, μηχανώμενος κακά, ἐφευρίσκων τρόπους νὰ βλάψῃ τινά, ἐπιβλαβής, ὀλέθριος, δόλιος, Ἰλ. Ζ. 344, Ὀδ. Π. 418· ἔρις Ἰλ. Ι. 257· λῃσταὶ κακομάχανοι, κακοῦργοι, Βακχυλ. XVII.8, Blass. - Ἐπιρρ. -νως, Φώτ. ἐν Βιβλιοθ. σ. 292, 9.

Middle Liddell

μηχανή
mischief plotting, mischievous, baneful, Hom.