πολυδίψιος: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach

Menander, Monostichoi, 553
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polydipsios
|Transliteration C=polydipsios
|Beta Code=poludi/yios
|Beta Code=poludi/yios
|Definition=ον, (δίψα) [[very thirsty]], of ill-watered countries, Ἄργος <span class="bibl">Il.4.171</span>, <span class="bibl">Q.S.3.570</span>. (Expld. as = [[πολυπόθητος]] by <span class="bibl">Str.8.6.7</span>, <span class="bibl">Ath.10.433e</span>; Str.also suggests [[πολυΐψιος]] (fr. [[ἴπτω]]), [[much-destroyed]].)  
|Definition=πολυδίψιον, ([[δίψα]]) [[very thirsty]], of ill-watered countries, Ἄργος Il.4.171, Q.S.3.570. (Expld. as = [[πολυπόθητος]] by Str.8.6.7, Ath.10.433e; Str. also suggests [[πολυΐψιος]] (fr. [[ἴπτω]]), [[much-destroyed]].)  
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très altéré, desséché, aride ; dont on a grande soif, très désiré.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δίψα]].
|btext=ος, ον :<br />[[très altéré]], [[desséché]], [[aride]] ; [[dont on a grande soif]], [[très désiré]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δίψα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολῠδίψιος''': -ον, ([[δίψα]]) ὁ πολὺ διψῶν, ἐπὶ ἀνύδρων ἢ πασχόντων λειψυδρίαν τόπων, π. Ἄργος Ἰλ. Δ. 171. Ὁ Ἀθήν. 433Ε καὶ ὁ Στράβ. 370 ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[πολυπόθητος]], ὁ [[σφόδρα]] ποθούμενος ὑπὸ τῶν μακρὰν ὄντων Ἑλλήνων· ὁ δὲ Στράβ. [[μάλιστα]] προτείνει [[πολυΐψιος]] (ἐκ τοῦ ἴπτω), [[λίαν]] καταστρεπτικός, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ Ἄργος δὲν ἔπασχεν ἐξ ἀνυδρίας· ― ἐλησμόνησεν [[ὅμως]] τὸν μῦθον καθ’ ὃν δὲν εἶχεν [[ὕδωρ]] ἕως οὗ τὸ Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον (Ἡσ. Ἀποσπ. 58).
|elnltext=πολυδίψιος -ον &#91;[[πολύς]], [[δίψα]]] [[zeer dorstig]], [[zeer droog]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυδίψιος:''' [[сильно жаждущий]], т. е. [[безводный]] ([[Ἄργος]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[τόπο]]) [[άνυδρος]], [[ξηρός]] ή, κατ' άλλους, [[πολυπόθητος]] («πολυδίψιον [[Ἄργος]] ἱκοίμην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δίψιος]] «διψασμένος» (<b>πρβλ.</b> <i>υπο</i>-[[δίψιος]])].
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[τόπο]]) [[άνυδρος]], [[ξηρός]] ή, κατ' άλλους, [[πολυπόθητος]] («πολυδίψιον [[Ἄργος]] ἱκοίμην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δίψιος]] «διψασμένος» ([[πρβλ]]. [[υποδίψιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠδίψιος:''' -ον, [[πολύ]] διψασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πολῠδίψιος:''' -ον, [[πολύ]] διψασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυδίψιος:''' сильно жаждущий, т. е. безводный ([[Ἄργος]] Hom.).
|lstext='''πολῠδίψιος''': -ον, ([[δίψα]]) ὁ πολὺ διψῶν, ἐπὶ ἀνύδρων ἢ πασχόντων λειψυδρίαν τόπων, π. Ἄργος Ἰλ. Δ. 171. Ὁ Ἀθήν. 433Ε καὶ ὁ Στράβ. 370 ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[πολυπόθητος]], ὁ [[σφόδρα]] ποθούμενος ὑπὸ τῶν μακρὰν ὄντων Ἑλλήνων· ὁ δὲ Στράβ. [[μάλιστα]] προτείνει [[πολυΐψιος]] (ἐκ τοῦ ἴπτω), [[λίαν]] καταστρεπτικός, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ Ἄργος δὲν ἔπασχεν ἐξ ἀνυδρίας· ― ἐλησμόνησεν [[ὅμως]] τὸν μῦθον καθ’ ὃν δὲν εἶχεν [[ὕδωρ]] ἕως οὗ τὸ Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον (Ἡσ. Ἀποσπ. 58).
}}
{{elnl
|elnltext=πολυδίψιος -ον [πολύς, δίψα] zeer dorstig, zeer droog.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-[[δίψιος]], ον,<br />[[very]] [[thirsty]], Il.
|mdlsjtxt=πολῠ-[[δίψιος]], ον,<br />[[very]] [[thirsty]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδίψιος Medium diacritics: πολυδίψιος Low diacritics: πολυδίψιος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΨΙΟΣ
Transliteration A: polydípsios Transliteration B: polydipsios Transliteration C: polydipsios Beta Code: poludi/yios

English (LSJ)

πολυδίψιον, (δίψα) very thirsty, of ill-watered countries, Ἄργος Il.4.171, Q.S.3.570. (Expld. as = πολυπόθητος by Str.8.6.7, Ath.10.433e; Str. also suggests πολυΐψιος (fr. ἴπτω), much-destroyed.)

German (Pape)

[Seite 662] viel durstend; daher vom Lande = sehr dürr, wasserarm; Ἄργος, Il. 4, 171, was Sp. nachahmen, wie Luc. Mar. D. 6, 2; andere alte Ausleger erklärten es = πολυπόθητος, wonach man durstet, sehr ersehnt, vgl. Ath. X, 433 e, oder lasen nach Strab. 8, 6, 7 gar πολυΐψιος, sehr verderblich, denn es sei nicht wasserarm; aber nach den alten Mythen Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον, Hes. frg. 58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très altéré, desséché, aride ; dont on a grande soif, très désiré.
Étymologie: πολύς, δίψα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυδίψιος -ον [πολύς, δίψα] zeer dorstig, zeer droog.

Russian (Dvoretsky)

πολυδίψιος: сильно жаждущий, т. е. безводный (Ἄργος Hom.).

English (Autenrieth)

(δίψα): very thirsty, dry, epithet of Argos, Il. 4.171†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπο) άνυδρος, ξηρός ή, κατ' άλλους, πολυπόθητος («πολυδίψιον Ἄργος ἱκοίμην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δίψιος «διψασμένος» (πρβλ. υποδίψιος)].

Greek Monotonic

πολῠδίψιος: -ον, πολύ διψασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠδίψιος: -ον, (δίψα) ὁ πολὺ διψῶν, ἐπὶ ἀνύδρων ἢ πασχόντων λειψυδρίαν τόπων, π. Ἄργος Ἰλ. Δ. 171. Ὁ Ἀθήν. 433Ε καὶ ὁ Στράβ. 370 ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ πολυπόθητος, ὁ σφόδρα ποθούμενος ὑπὸ τῶν μακρὰν ὄντων Ἑλλήνων· ὁ δὲ Στράβ. μάλιστα προτείνει πολυΐψιος (ἐκ τοῦ ἴπτω), λίαν καταστρεπτικός, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ Ἄργος δὲν ἔπασχεν ἐξ ἀνυδρίας· ― ἐλησμόνησεν ὅμως τὸν μῦθον καθ’ ὃν δὲν εἶχεν ὕδωρ ἕως οὗ τὸ Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον (Ἡσ. Ἀποσπ. 58).

Middle Liddell

πολῠ-δίψιος, ον,
very thirsty, Il.