προσμάχομαι: Difference between revisions
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosmachomai | |Transliteration C=prosmachomai | ||
|Beta Code=prosma/xomai | |Beta Code=prosma/xomai | ||
|Definition=[ᾰ], aor. προσεμᾰχεσάμην | |Definition=[ᾰ], aor. προσεμᾰχεσάμην J.''AJ''20.4.1:—[[fight against]], τῇ δειλίᾳ Pl.''Lg.''647c, cf 830a, Plb.1.28.9; [[assault]] a [[town]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.5.7; τοῖς τείχεσιν Plu.''Demetr.''33; κατὰ τὰς κλίμακας X.''HG''7.2.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], aor. προσεμᾰχεσάμην J.AJ20.4.1:—fight against, τῇ δειλίᾳ Pl.Lg.647c, cf 830a, Plb.1.28.9; assault a town, X.Cyr.7.5.7; τοῖς τείχεσιν Plu.Demetr.33; κατὰ τὰς κλίμακας X.HG7.2.7.
German (Pape)
[Seite 772] (s. μάχομαι), bestreiten, bekämpfen, c. dat., Plat. Legg. I, 647 c VIII, 830.a. u. Folgde, τοῖς πολεμίοις, Pol. 1, 28, 9; auch von Städten, stürmen, Xen. Cyr. 7, 5, 7; τοῖς τείχεσι, Plut.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
combattre contre, s'élancer contre, donner l'assaut à, τινι.
Étymologie: πρός, μάχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-μάχομαι strijden tegen, bestormen, met dat.: τῇ... δειλίᾳ τῇ ἐν αὑτῷ προσμαχόμενον de lafheid in zichzelf bestrijdend Plat. Lg. 647c; προσμαχόμενος τοῖς τείχεσιν de muren bestormend Plut. Demetr. 33.4.
Russian (Dvoretsky)
προσμάχομαι: (только praes. и impf.)
1 вести борьбу, сражаться (τοῖς πολεμίοις Polyb.);
2 идти на приступ, штурмовать (τοῖς τείχεσι Plut.).
Greek Monolingual
Α
1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου
2. (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις) αντιδρώ, αντιμάχομαι («τῇ μὲν δειλίᾳ τῇ ἐν αὐτῷ προσμαχόμενον καὶ νικῶντα αὐτήν», Πλάτ.)
3. επιτίθεμαι, εφορμώ («ὅπως μὲν ἂν τις τείχη οὕτως... ὑψηλὰ προσμαχόμενος ἕλοι», Ξεν.).
Greek Monotonic
προσμάχομαι: [ᾰ], μέλ. Αττ. -μαχοῦμαι, αποθ., μάχομαι ενάντια σε, τινι, σε Πλάτ.· επιτίθεμαι, προσβάλλω μια πόλη, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προσμάχομαι: [ᾰ], μέλλ. -μαχέσομαι, Ἀττ. -μαχοῦμαι· ἀποθ. Μάχομαι ἐναντίον τινός, τινι Πλάτ. Νόμ. 647C, 830A, Πολύβ. 1. 28, 9· μάλιστα, προσβάλλω πάλιν, ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 7· τοῖς τείχεσι Πλουτ. Δημήτρ. 33· πρ. κατὰ τὰς κλίμακας Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 7.
Middle Liddell
fut. Attic -μαχοῦμαι
Dep. to fight against, τινι Plat.: to assault a town, Xen.