μισάνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misanthropos
|Transliteration C=misanthropos
|Beta Code=misa/nqrwpos
|Beta Code=misa/nqrwpos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hating mankind</b>, <span class="bibl">Phryn.Com. 3</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>89d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>791d</span>, <span class="title">Com.Adesp.</span>143: Sup., -οτάτη παροιμία <span class="bibl">Ath.4.186f</span>; Τίμων ὁ μ. <span class="bibl">Cic.<span class="title">Tusc.</span>4.11.25</span>, <span class="bibl">Olymp.<span class="title">Vit.Pl.</span>p.4</span> W.</span>
|Definition=μισάνθρωπον, [[hating mankind]], Phryn.Com. 3, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 89d, ''Lg.''791d, ''Com.Adesp.''143: Sup., -οτάτη παροιμία Ath.4.186f; Τίμων ὁ μ. Cic.''Tusc.''4.11.25, Olymp.''Vit.Pl.''p.4 W.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0189.png Seite 189]] den Menschen hassend, Menschenfeind; Plat. Phaed. 89 d; Luc. Tim. 1, 35 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0189.png Seite 189]] den Menschen hassend, Menschenfeind; Plat. Phaed. 89 d; Luc. Tim. 1, 35 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui hait les hommes]].<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[ἄνθρωπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῑσάνθρωπος:''' [[ненавидящий людей]], [[человеконенавистнический]] Plat., Luc., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσάνθρωπος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἀνθρώπους, Λατ. inhumanus, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1, Πλάτ. Φαίδων 89D, Νόμ. 791D· τὸ μ. = [[μισανθρωπία]], Ἐπιφάν. 1, σ. 565Α.
|lstext='''μῑσάνθρωπος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἀνθρώπους, Λατ. inhumanus, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1, Πλάτ. Φαίδων 89D, Νόμ. 791D· τὸ μ. = [[μισανθρωπία]], Ἐπιφάν. 1, σ. 565Α.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui hait les hommes.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[ἄνθρωπος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (ΑΜ [[μισάνθρωπος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική [[συμπεριφορά]] λόγω της αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισάνθρωπον</i><br />η [[μισανθρωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μισάνθρωπος]], ὁ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[μισοάνθρωπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑσάνθρωπος:''' -ον, αυτός που μισεί το ανθρώπινο είδος, [[μισάνθρωπος]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑσ-άνθρωπος, ον<br />[[hating]] [[mankind]], [[misanthropic]], Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[inhuman]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού μισεῖ [[τούς]] ἀνθρώπους). Σύνθετο ἀπό τό μισῶ + [[ἄνθρωπος]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[μῖσος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσάνθρωπος Medium diacritics: μισάνθρωπος Low diacritics: μισάνθρωπος Capitals: ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: misánthrōpos Transliteration B: misanthrōpos Transliteration C: misanthropos Beta Code: misa/nqrwpos

English (LSJ)

μισάνθρωπον, hating mankind, Phryn.Com. 3, Pl.Phd. 89d, Lg.791d, Com.Adesp.143: Sup., -οτάτη παροιμία Ath.4.186f; Τίμων ὁ μ. Cic.Tusc.4.11.25, Olymp.Vit.Pl.p.4 W.

German (Pape)

[Seite 189] den Menschen hassend, Menschenfeind; Plat. Phaed. 89 d; Luc. Tim. 1, 35 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait les hommes.
Étymologie: μισέω, ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

μῑσάνθρωπος: ненавидящий людей, человеконенавистнический Plat., Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσάνθρωπος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἀνθρώπους, Λατ. inhumanus, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1, Πλάτ. Φαίδων 89D, Νόμ. 791D· τὸ μ. = μισανθρωπία, Ἐπιφάν. 1, σ. 565Α.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (ΑΜ μισάνθρωπος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί
νεοελλ.
αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω της αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μισάνθρωπον
η μισανθρωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἄνθρωπος.
(II)
μισάνθρωπος, ὁ (Μ)
βλ. μισοάνθρωπος.

Greek Monotonic

μῑσάνθρωπος: -ον, αυτός που μισεί το ανθρώπινο είδος, μισάνθρωπος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μῑσ-άνθρωπος, ον
hating mankind, misanthropic, Plat.

English (Woodhouse)

inhuman

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού μισεῖ τούς ἀνθρώπους). Σύνθετο ἀπό τό μισῶ + ἄνθρωπος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη μῖσος.