ἔκλαμπρος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eklampros | |Transliteration C=eklampros | ||
|Beta Code=e)/klampros | |Beta Code=e)/klampros | ||
|Definition= | |Definition=ἔκλαμπρον, [[very bright]], φλόγες [[LXX]] ''Wi.''17.5, cf. Sch.Arat. 169: neut. as adverb, ἔκλαμπρον γελᾶν Ath.4.158d. Regul. Adv. [[ἐκλάμπρως]] = [[brilliantly]], Annuario3.151 (Pisidia, [[ἐγλ]]-lapis). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de astros [[resplandeciente]] ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες [[LXX]] <i>Sap</i>.17.5, cf. Sch.Arat.169, Ἥλιος <i>PMag</i>.3.143<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ ἔκλαμπρον]] = [[brillo]] Polem.Phgn.23<br /><b class="num">•</b>fig. del [[alma]], Leont.Const.<i>Hom</i>.9.51, cf. <i>Cat.Cod.Astr</i>.12.105.16.<br /><b class="num">2</b> de sonidos [[estrepitoso]] neutr. sg. como adv. γελάσαντος πάνυ ἔκλαμπρον = mientras se reía [[estrepitosamente]]</i> Ath.158d.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἐκλάμπρως]] = [[brillantemente]], [[con brillantez]] ἱερασάμενον ... ἐν ταῖς ἄλλαις ἱερωσύναις [[ἐκτενῶς]] καὶ ἐ. <i>SEG</i> 2.717 (Pisidia, imper.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκλαμπρος''': -ον, [[λίαν]] [[λαμπρός]], Σχόλ. εἰς Ἄρατ., ἔκλαμπρον γελᾶν Ἀθήν. 158D. | |lstext='''ἔκλαμπρος''': -ον, [[λίαν]] [[λαμπρός]], Σχόλ. εἰς Ἄρατ., ἔκλαμπρον γελᾶν Ἀθήν. 158D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκλαμπρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ολόλαμπρος]], πολύ [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (υπερθ. -ότατος) τιμητική [[προσηγορία]] κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έκλαμπρος]]<br />ο [[στιλβαδάμας]], το [[μπριγιάντι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> [[εγκάρδιος]], [[θερμός]]<br /><b>3.</b> [[θαυμαστός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[ζωηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <b>φρ.</b> «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό [[χαμόγελο]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκλαμπρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ολόλαμπρος]], πολύ [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (υπερθ. -ότατος) τιμητική [[προσηγορία]] κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έκλαμπρος]]<br />ο [[στιλβαδάμας]], το [[μπριγιάντι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> [[εγκάρδιος]], [[θερμός]]<br /><b>3.</b> [[θαυμαστός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[ζωηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <b>φρ.</b> «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό [[χαμόγελο]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[radiante]] de Helios δεῦρό μοι, ... ὁ ἔ. Ἥλιος, ὁ αὐγάζων καθ' ὅλην τὴν οἰκουμένην <b class="b3">aquí a mí, el radiante Helios, el que resplandece sobre toda la tierra</b> P III 143 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ἔκλαμπρον, very bright, φλόγες LXX Wi.17.5, cf. Sch.Arat. 169: neut. as adverb, ἔκλαμπρον γελᾶν Ath.4.158d. Regul. Adv. ἐκλάμπρως = brilliantly, Annuario3.151 (Pisidia, ἐγλ-lapis).
Spanish (DGE)
-ον
I 1de astros resplandeciente ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες LXX Sap.17.5, cf. Sch.Arat.169, Ἥλιος PMag.3.143
•neutr. subst. τὸ ἔκλαμπρον = brillo Polem.Phgn.23
•fig. del alma, Leont.Const.Hom.9.51, cf. Cat.Cod.Astr.12.105.16.
2 de sonidos estrepitoso neutr. sg. como adv. γελάσαντος πάνυ ἔκλαμπρον = mientras se reía estrepitosamente Ath.158d.
II adv. ἐκλάμπρως = brillantemente, con brillantez ἱερασάμενον ... ἐν ταῖς ἄλλαις ἱερωσύναις ἐκτενῶς καὶ ἐ. SEG 2.717 (Pisidia, imper.).
German (Pape)
[Seite 766] sehr glänzend, sehr hell, Sp.; ἔκλαμπρον γελᾶν, hell auflachen, Ath. IV, 158 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκλαμπρος: -ον, λίαν λαμπρός, Σχόλ. εἰς Ἄρατ., ἔκλαμπρον γελᾶν Ἀθήν. 158D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκλαμπρος, -ον)
1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός
2. (υπερθ. -ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος
ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι
μσν.
1. ένδοξος, ξακουστός
2. εγκάρδιος, θερμός
3. θαυμαστός, εξαιρετικός
4. ζωηρός
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό χαμόγελο.
Léxico de magia
-ον radiante de Helios δεῦρό μοι, ... ὁ ἔ. Ἥλιος, ὁ αὐγάζων καθ' ὅλην τὴν οἰκουμένην aquí a mí, el radiante Helios, el que resplandece sobre toda la tierra P III 143