μηδαμῇ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=midami
|Transliteration C=midami
|Beta Code=mhdamh=&#x007C;
|Beta Code=mhdamh=&#x007C;
|Definition=Adv., = [[μηδαμοῦ]], μ. χάλα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>58</span>; = [[μηδαμά]], μὴ φύγητε μ. <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>789</span>; <b class="b3">μὴ προσπαίζοντας</b> μηδαμῇ μηδαμῶς οἰκέταις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>778a</span>; τοὺς μηδαμῇ μηδαμῶς τοῦ πράγματος ἐγγύς <span class="bibl">D.45.38</span>.
|Definition=Adv., = [[μηδαμοῦ]], μ. χάλα A.''Pr.''58; = [[μηδαμά]], μὴ φύγητε μ. S.''Ph.''789; <b class="b3">μὴ προσπαίζοντας</b> μηδαμῇ μηδαμῶς οἰκέταις Pl.''Lg.''778a; τοὺς μηδαμῇ μηδαμῶς τοῦ πράγματος ἐγγύς D.45.38.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδᾰμῇ Medium diacritics: μηδαμῇ Low diacritics: μηδαμή Capitals: ΜΗΔΑΜΗ
Transliteration A: mēdamē̂i Transliteration B: mēdamē Transliteration C: midami Beta Code: mhdamh=|

English (LSJ)

Adv., = μηδαμοῦ, μ. χάλα A.Pr.58; = μηδαμά, μὴ φύγητε μ. S.Ph.789; μὴ προσπαίζοντας μηδαμῇ μηδαμῶς οἰκέταις Pl.Lg.778a; τοὺς μηδαμῇ μηδαμῶς τοῦ πράγματος ἐγγύς D.45.38.

French (Bailly abrégé)

adv.
en aucune manière, nullement.
Étymologie: dat. fém. sg. de μηδαμός.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμῇ: ἢ μηδᾰμὰ (ἴδε ἐν λ. οὐδαμῇ), ἐπίρρ. τοῦ μηδαμός, ἐν χρήσει κυρίως ἐπὶ τρόπου, κατ’ οὐδένα τρόπον, μηδαμῶς, συχνάκις παρ’ Ἡροδ. μετ’ ἄλλου μὴ ἢ συνθέτου τοῦ μή, μηδ’ ἄλλων μηδαμὰ μηδαμῶν ἀνθρώπων 2. 91· μηδαμὰ μηδὲν 7. 50· μηδαμῇ χάλα Αἰσχύλ. Πρ. 58, πρβλ. 426· τόδ’ ἴσθι μηδάμ’ ἡμέρᾳ μιᾷ πλῆθος τοσουτάριθμον... θανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 431· μὴ φύγητε μηδαμῇ Σοφ. Φιλ. 789· ἀκοῦσαι μηδὲν ὑπ’ ἐμοῦ μηδαμὰ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1162.

Greek Monolingual

μηδαμῇ (Α)
επίρρ.
1. (τρόπου) με κανέναν τρόπο
2. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. - (πρβλ. κρυφῇ, οὑδαμῇ)].

German (Pape)

μηδαμῆ.