προσύγκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosygkeimai
|Transliteration C=prosygkeimai
|Beta Code=prosu/gkeimai
|Beta Code=prosu/gkeimai
|Definition=Pass., <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be arranged]], [[agreed beforehand]], <span class="bibl">Aen.Tact.18.18</span>,al., <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>18.3.2</span>; <b class="b3">τὸ προσυγκείμενον</b> Aen. Tact.<span class="bibl">31.16</span>; <b class="b3">τὰ π</b>. <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.2.5</span>.</span>
|Definition=Pass., to [[be arranged]], [[agreed beforehand]], Aen.Tact.18.18,al., J.''AJ''18.3.2; <b class="b3">τὸ προσυγκείμενον</b> Aen. Tact.31.16; <b class="b3">τὰ π.</b> J.''AJ''19.2.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῑον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. του ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσυγκείμενον</i><br />η προσυμφωνία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σύγκειμαι]] «[[είμαι]] κανονισμένος, συμφωνημένος»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῖον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. του ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσυγκείμενον</i><br />η προσυμφωνία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σύγκειμαι]] «[[είμαι]] κανονισμένος, συμφωνημένος»].
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσύγκειμαι Medium diacritics: προσύγκειμαι Low diacritics: προσύγκειμαι Capitals: ΠΡΟΣΥΓΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prosýnkeimai Transliteration B: prosynkeimai Transliteration C: prosygkeimai Beta Code: prosu/gkeimai

English (LSJ)

Pass., to be arranged, agreed beforehand, Aen.Tact.18.18,al., J.AJ18.3.2; τὸ προσυγκείμενον Aen. Tact.31.16; τὰ π. J.AJ19.2.5.

German (Pape)

[Seite 784] (s. κεῖμαι), vorher zusammengelegt, festgesetzt, verabredet sein, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

προσύγκειμαι: Παθητ., εἶμαι προσυμπεφωνημένος, ὃ προσυνέκειτο σημεῖον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 3, 2., 19. 2, 5· τὸ πρ. Αἰν. Τακτ. 31.

Greek Monolingual

Α
1. είμαι συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῖον», Ιώσ.)
2. (η μτχ. ουδ. του ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσυγκείμενον
η προσυμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σύγκειμαι «είμαι κανονισμένος, συμφωνημένος»].