ὀξύκομος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksykomos | |Transliteration C=oksykomos | ||
|Beta Code=o)cu/komos | |Beta Code=o)cu/komos | ||
|Definition= | |Definition=ὀξύκομον, [[with pointed hair]], of the porcupine, Opp.''C.''2.599; of a stag, ib.194; of a pine, ''App.Anth.''5.46; [[with pointed spines]], of a fish, Marc.Sid.21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> couvert de piquants (hérisson);<br /><b>2</b> aux feuilles aiguës (pin).<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[κόμη]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> couvert de piquants (hérisson);<br /><b>2</b> aux feuilles aiguës (pin).<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[κόμη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξύκομος:''' с колючими кудрями, т. е. покрытый хвоей ([[πεύκη]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξύκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές [[τρίχες]], αγκάθια<br /><b>2.</b> (σχετικά με το [[ελάφι]]) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[ψάρι]]) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια<br /><b>4.</b> (σχετικά με το [[πεύκο]]) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), | |mltxt=[[ὀξύκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές [[τρίχες]], αγκάθια<br /><b>2.</b> (σχετικά με το [[ελάφι]]) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[ψάρι]]) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια<br /><b>4.</b> (σχετικά με το [[πεύκο]]) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), [[πρβλ]]. [[χρυσόκομος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξύκομος:''' -ον, αυτός που έχει αιχμηρό [[φύλλωμα]], λέγεται για [[πεύκο]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀξύκομος:''' -ον, αυτός που έχει αιχμηρό [[φύλλωμα]], λέγεται για [[πεύκο]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀξύ-κομος, ον,<br />with [[pointed]] leaves, of a [[pine]], Anth. | |mdlsjtxt=ὀξύ-κομος, ον,<br />with [[pointed]] leaves, of a [[pine]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀξύκομον, with pointed hair, of the porcupine, Opp.C.2.599; of a stag, ib.194; of a pine, App.Anth.5.46; with pointed spines, of a fish, Marc.Sid.21.
German (Pape)
[Seite 353] mit spitzem Haare, vom Igel, der Stacheln statt der Haare hat, Opp. Hal. 2, 225; – mit spitzem Laube, vom Nadelholz, πεύκη, Ep. ad. 291 a (App. 129).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 couvert de piquants (hérisson);
2 aux feuilles aiguës (pin).
Étymologie: ὀξύς, κόμη.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύκομος: с колючими кудрями, т. е. покрытый хвоей (πεύκη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύκομος: -ον, ὁ ἔχων τρίχας ὀξείας, ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 599· ἐπὶ ἐλάφου, αὐτόθι 194· ἐπὶ πίτυος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 129.
Greek Monolingual
ὀξύκομος, -ον (Α)
1. (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές τρίχες, αγκάθια
2. (σχετικά με το ελάφι) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα
3. (σχετικά με ψάρι) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια
4. (σχετικά με το πεύκο) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσόκομος].
Greek Monotonic
ὀξύκομος: -ον, αυτός που έχει αιχμηρό φύλλωμα, λέγεται για πεύκο, σε Ανθ.