πολυχίτων: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polychiton
|Transliteration C=polychiton
|Beta Code=poluxi/twn
|Beta Code=poluxi/twn
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[having many coats]], <b class="b3">πυρός, σπέρματα</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.21.2</span>, <span class="bibl">5.18.2</span>, etc.; of the eyes, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>23</span>.</span>
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, [[having many coats]], [[πυρός]], [[σπέρματα]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.21.2, 5.18.2, etc.; of the eyes, Hp.''Ep.''23.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, [[πολλά]] περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ.<br />β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]], -<i>ῶνος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>χίτων</i>].
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, [[πολλά]] περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ.<br />β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]], -<i>ῶνος</i>), [[πρβλ]]. [[μονοχίτων]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχίτων Medium diacritics: πολυχίτων Low diacritics: πολυχίτων Capitals: ΠΟΛΥΧΙΤΩΝ
Transliteration A: polychítōn Transliteration B: polychitōn Transliteration C: polychiton Beta Code: poluxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, having many coats, πυρός, σπέρματα, Thphr. CP 3.21.2, 5.18.2, etc.; of the eyes, Hp.Ep.23.

German (Pape)

[Seite 677] ωνος, ὁ, ἡ, in vielen Unterkleidern, Hüllen, κάλαμος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς χιτῶνας, πολλὰ καλύμματα, πυρός, σπέρματα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2., 5. 18, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ.
β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. μονοχίτων].