συνωνυμία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synonymia
|Transliteration C=synonymia
|Beta Code=sunwnumi/a
|Beta Code=sunwnumi/a
|Definition=ἡ, [[synonym]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1404b39</span>, Quint.8.3.16; <b class="b3">ἡ -ία τοῦ δῶμα</b>, i.e. [[οἶκος]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>84.19</span>; cf. Demetr.Lac.<span class="title">Herc.</span>1012.22.
|Definition=ἡ, [[synonym]], Arist.''Rh.''1404b39, Quint.8.3.16; <b class="b3">ἡ -ία τοῦ δῶμα</b>, i.e. [[οἶκος]], A.D.''Pron.''84.19; cf. Demetr.Lac.''Herc.''1012.22.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />similitude de sens, synonymie.<br />'''Étymologie:''' [[συνώνυμος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[similitude de sens]], [[synonymie]].<br />'''Étymologie:''' [[συνώνυμος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνωνῠμία -ας, ἡ [συνώνυμος] synonymie.
|elnltext=συνωνῠμία -ας, ἡ [συνώνυμος] [[synonymie]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Gleichheit]] des Namens</i>, Arist. <i>rhet</i>. 3.2.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωνῠμία Medium diacritics: συνωνυμία Low diacritics: συνωνυμία Capitals: ΣΥΝΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: synōnymía Transliteration B: synōnymia Transliteration C: synonymia Beta Code: sunwnumi/a

English (LSJ)

ἡ, synonym, Arist.Rh.1404b39, Quint.8.3.16; ἡ -ία τοῦ δῶμα, i.e. οἶκος, A.D.Pron.84.19; cf. Demetr.Lac.Herc.1012.22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
similitude de sens, synonymie.
Étymologie: συνώνυμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνωνῠμία -ας, ἡ [συνώνυμος] synonymie.

German (Pape)

ἡ, Gleichheit des Namens, Arist. rhet. 3.2.

Russian (Dvoretsky)

συνωνῠμία:синонимия, одноименность Arst.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συνώνυμος
1. η ιδιότητα του συνώνυμου, ταυτότητα ή ομοιότητα του ονόματος
2. (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο παρατίθενται αλλεπάλληλα πολλές λέξεις οι οποίες διαφέρουν ως προς μερικούς δυσδιάκριτους χαρακτήρες, έχουν όμως την ίδια σχεδόν σημασία, όπως λ.χ. στον στίχο του Ευριπίδου: λάβετε φέρετε πέμπετ' ἀείρετέ μου... χειρός
νεοελλ.
1. γλωσσ. η σύμπτωση τών σημασιών δύο ή περισσότερων λέξεων
2. φρ. «απλή συνωνυμία» — λέγεται στην περίπτωση που δύο άνθρωποι έχουν το ίδιο επώνυμο χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους συγγενική σχέση
αρχ.
ομοιότητα της σημασίας μιας λέξης με μία άλλη («ἡ συνωνυμία τοῦ δῶμα [ενν. ὁ οἶκος», Απολλ. Δύσκ.).

Greek Monotonic

συνωνῠμία: ἡ, το να έχει κάποιος το ίδιο όνομα με κάποιον άλλο ή το να έχει μια λέξη την ίδια σημασία με κάποια άλλη, συνωνυμία, ταυτοσημία, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συνωνῠμία: ἡ, ὁμοιότης ὀνόματος ἢ τῆς σημασίας λέξεώς τινος πρὸς ἄλλην, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 7, κτλ., πρβλ. ὁμωνυμία.

Middle Liddell

συνωνῠμία, ἡ,
a synonym, Arist. [from συνώνῠμος]