ἑτερόφρων: Difference between revisions
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eterofron | |Transliteration C=eterofron | ||
|Beta Code=e(tero/frwn | |Beta Code=e(tero/frwn | ||
|Definition= | |Definition=ἑτερόφρον, gen. ονος, [[thinking strangely]], [[raving]], Tryph.439; λύσσα ''AP''1.19 (Claudian.), cf. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 9.49. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie [[παλμός]] Nonn. D. 10, 36; [[λύσσα]] Claudian. ep. (I, 191; [[κούρη]], wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie [[παλμός]] Nonn. D. 10, 36; [[λύσσα]] Claudian. ep. (I, 191; [[κούρη]], wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui est en démence]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[φρήν]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑτερόφρων:''' 2, gen. ονος помешавшийся, безумный ([[λύσσα]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτερόφρων''': -ον, ([[φρήν]]) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, [[ἑτερόδοξος]], Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. [[μέρος]] 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, [[ἐμμανής]], ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19. | |lstext='''ἑτερόφρων''': -ον, ([[φρήν]]) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, [[ἑτερόδοξος]], Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. [[μέρος]] 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, [[ἐμμανής]], ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ἑτερόφρων]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει [[άλλη]] [[γνώμη]], ο [[ασύμφωνος]]<br /><b>2.</b> (για θρησκευτικά ζητήματα) [[αλλόθρησκος]], [[αλλόδοξος]], [[αλλόπιστος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο [[αλλόφρων]], ο μαινόμενος<br /><b>2.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[παράξενος]], [[αλλιώτικος]] («ἑτερόφρονι κύματι», <b>Νόνν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροφρόνως</i><br />με διαφορετική [[γνώμη]], ετερόδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρεν</i>- του [[φρην]], | |mltxt=-ον (ΑΜ [[ἑτερόφρων]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει [[άλλη]] [[γνώμη]], ο [[ασύμφωνος]]<br /><b>2.</b> (για θρησκευτικά ζητήματα) [[αλλόθρησκος]], [[αλλόδοξος]], [[αλλόπιστος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο [[αλλόφρων]], ο μαινόμενος<br /><b>2.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[παράξενος]], [[αλλιώτικος]] («ἑτερόφρονι κύματι», <b>Νόνν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροφρόνως</i><br />με διαφορετική [[γνώμη]], ετερόδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρεν</i>- του [[φρην]], [[πρβλ]]. [[άφρων]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑτερόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που του έχει γυρίσει το [[μυαλό]], [[ετερόδοξος]], μαινόμενος, [[τρελός]], [[παράφρονας]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἑτερόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που του έχει γυρίσει το [[μυαλό]], [[ετερόδοξος]], μαινόμενος, [[τρελός]], [[παράφρονας]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φρήν]]<br />of [[other]] [[mind]], [[raving]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑτερόφρον, gen. ονος, thinking strangely, raving, Tryph.439; λύσσα AP1.19 (Claudian.), cf. Nonn. D. 9.49.
German (Pape)
[Seite 1051] ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie παλμός Nonn. D. 10, 36; λύσσα Claudian. ep. (I, 191; κούρη, wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui est en démence.
Étymologie: ἕτερος, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερόφρων: 2, gen. ονος помешавшийся, безумный (λύσσα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόφρων: -ον, (φρήν) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, ἑτερόδοξος, Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρος 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, ἐμμανής, ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19.
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ ἑτερόφρων, -ον)
1. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει άλλη γνώμη, ο ασύμφωνος
2. (για θρησκευτικά ζητήματα) αλλόθρησκος, αλλόδοξος, αλλόπιστος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο αλλόφρων, ο μαινόμενος
2. (για φυσικά φαινόμενα) παράξενος, αλλιώτικος («ἑτερόφρονι κύματι», Νόνν.).
επίρρ...
ετεροφρόνως
με διαφορετική γνώμη, ετερόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φρων < θ. φρεν- του φρην, πρβλ. άφρων].
Greek Monotonic
ἑτερόφρων: -ον (φρήν), αυτός που του έχει γυρίσει το μυαλό, ετερόδοξος, μαινόμενος, τρελός, παράφρονας, σε Ανθ.