προκαταφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokatafeygo
|Transliteration C=prokatafeygo
|Beta Code=prokatafeu/gw
|Beta Code=prokatafeu/gw
|Definition=[[escape to a place of safety first]], <span class="bibl">Th.3.78</span>; ἐς τὴν Ναύπακτον <span class="bibl">Id.2.91</span>; <b class="b3">πρὸς τὸ ἱερόν</b>, of suppliants seeking sanctuary, <span class="bibl">Id.1.134</span>.
|Definition=[[escape to a place of safety first]], Th.3.78; ἐς τὴν Ναύπακτον Id.2.91; <b class="b3">πρὸς τὸ ἱερόν</b>, of suppliants seeking sanctuary, Id.1.134.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-καταφεύγω bijtijds ontsnappen.
|elnltext=προ-καταφεύγω bijtijds ontsnappen.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταφεύγω Medium diacritics: προκαταφεύγω Low diacritics: προκαταφεύγω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΦΕΥΓΩ
Transliteration A: prokatapheúgō Transliteration B: prokatapheugō Transliteration C: prokatafeygo Beta Code: prokatafeu/gw

English (LSJ)

escape to a place of safety first, Th.3.78; ἐς τὴν Ναύπακτον Id.2.91; πρὸς τὸ ἱερόν, of suppliants seeking sanctuary, Id.1.134.

German (Pape)

[Seite 729] (s. φεύγω), vorher seine Zuflucht wohin nehmen; Thuc. 1, 134. 2, 91; D. Cass.

French (Bailly abrégé)

se réfugier auparavant.
Étymologie: πρό, καταφεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καταφεύγω bijtijds ontsnappen.

Russian (Dvoretsky)

προκαταφεύγω: ранее убегать, укрываться, искать или находить убежище (ἐς τὴν Ναύπακτον, πρὸς τὸ ἱερόν Thuc.).

Greek Monolingual

Α
1. καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ασφαλές μέρος για να βρω προστασία («καὶ φθάνουσιν αὐτοὺς πλὴν μιᾱς νεὼς προκαταφυγοῦσαι πρὸς τὴν Ναύπακτον [αἱ νῆες]», Θουκ.)
2. (για ικέτες) καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ιερό για να εξασφαλιστώ με την προστασία του θεού («πρὸς τὸ ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι... καὶ προκαταφυγεῖν», Θουκ.).

Greek Monotonic

προκαταφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, δραπετεύω από πριν σε ασφαλές μέρος, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, καταφεύγω εἰς ἀσφαλῆ τόπον πρότερον, Θουκ. 3. 78· ἐς τήν Ναύπακτον ὁ αὐτ. 2. 91· πρὸς τὸ ἱερὸν, ἐπὶ ἱκετῶν ζητούντων ἄσυλον, ὁ αὐτ. 1. 134.

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι
to escape to a place of safety before, Thuc.