κελαινόρρινος: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kelainorrinos | |Transliteration C=kelainorrinos | ||
|Beta Code=kelaino/rrinos | |Beta Code=kelaino/rrinos | ||
|Definition= | |Definition=κελαινόρρινον, [[with black skin]] or [[hide]], Opp.''H.''5.18, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 15.158: pl. κελαινόρῑνες S.''Fr.''29. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
κελαινόρρινον, with black skin or hide, Opp.H.5.18, Nonn. D. 15.158: pl. κελαινόρῑνες S.Fr.29.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινόρρῑνος: -ον, ἔχων μέλαν δέρμα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 18, Νόνν. Δ. 15. 158·- ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 27 ἔχομεν τὸν κατὰ μεταπλασμὸν πληθυντ. κελαινόρῑνες.
Greek Monolingual
κελαινόρ(ρ)ινος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελαρρινός, πολύρρινος].
German (Pape)
[ῑ], mit schwarzer Haut; θήρ Opp. Hal. 5.18; Nonn. D. 15.158.