ἀμήνιτος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aminitos | |Transliteration C=aminitos | ||
|Beta Code=a)mh/nitos | |Beta Code=a)mh/nitos | ||
|Definition= | |Definition=ἀμήνιτον, ([[μηνίω]]) [[not angry]], Hdt.9.94; βάξις A.''Supp.''975; χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς Id.''Ag.''649. Adv. [[ἀμηνίτως]] ib.1036. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμήνιτον, (μηνίω) not angry, Hdt.9.94; βάξις A.Supp.975; χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς Id.Ag.649. Adv. ἀμηνίτως ib.1036.
Spanish (DGE)
(ἀμήνῑτος) -ον
I 1no resentido, no airado, βάξις A.Supp.975, ἔφη ... <ἂν> ἀμήνιτος εἶναι Hdt.9.94, θεός Plu.2.413d, τὸ δαιμόνιον Plu.2.578a, cf. PMag.7.572, διαφυλάττων ... ἵλεω καὶ ἀμήνιτον ἐμαυτόν Plu.2.464c, παρέξεις ἄθυμον καὶ ἀμήνιτον σεαυτόν Plu.2.90d, cf. 2.167d, 741a.
2 no producido por ira o resentimiento λέγων χειμῶν' Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτον θεοῖς contando el temporal de los aqueos, en que no estuvo ausente la ira de los dioses A.A.649.
II adv. -ως sin ira, sin resentimiento σ' ἔθηκε Ζεὺς ἀ. A.A.1036, cf. Achae.15, Plu.2.95d, Hsch.
German (Pape)
[Seite 123] dasselbe, Her. 9. 94; bes. von den Göttern, Plut., neben εὐμενής; bei Aesch. ist βάξις ἀμ., Suppl. 953, nicht Zorn veranlassend; aber χειμὼν οὐκ ἀμ. θεοῖς, der durch der Götter Zorn veranlaßte Sturm. – Adv. -τως, Ag. 1006, zornlos.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non inspiré, non causé par le ressentiment;
2 sans ressentiment;
II. qui ne cause pas de ressentiment, qui n'irrite pas.
Étymologie: ἀ, μηνίω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμήνιτος: не гневный, благосклонный, кроткий (βάξις Aesch.; τὸ δαιμόνιον Plut.): χειμὼν Ἀχαιοῖς οὐκ ἀ. θεῶν Aesch. буря, ниспосланная на ахейцев гневом богов; ἔφη τοῦ λοιποῦ ἀ. εἶναι Her. он сказал, что впредь гневаться не будет.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμήνῑτος: -ον, (μηνίω) ὁ μὴ ὢν ὠργισμένος ἢ ὀργίλος, Ἡρόδ. 9. 94· βάξις Αἰσχύλ. Ἱκ. 975· χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς = ἐπέμφθη κατ’ αὐτῶν οὐχὶ ἄλλως, εἰμὴ ἕνεκα τῆς ἰδιαιτέρας ὀργῆς τῶν θεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 649 (ἔνθα ὁ Dobree διώρθωσεν Ἀχαιοῖς οὐκ ἀμήνιτος θεῶν). ― Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 1034.
Greek Monolingual
ἀμήνιτος, -ον (Α)
ο μη οργισμένος ή μη οργίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μηνίω «είμαι οργισμένος»].
Greek Monotonic
ἀμήνῑτος: -ον (μηνίω), χωρίς οργή ή θυμό, σε Ηρόδ.· χειμὼν οὐκ ἀμήνιτας θεοῖς, σταλμένος όχι από την ιδιαίτερη μήνι των ουρανίων, σε Αισχύλ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
Middle Liddell
μηνίω
not angry or wrathful, Hdt.; χειμὼν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς sent not but by the special wrath of heaven, Aesch.:—adv. -τως, Hdt.