ἀλήμων: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(1)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alimon
|Transliteration C=alimon
|Beta Code=a)lh/mwn
|Beta Code=a)lh/mwn
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ονος, ὁ, ἡ,</b> (ἀλάομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wanderer, rover</b>, ἀλήμονες ἄνδρες <span class="bibl">Od.19.74</span>; of planets, <span class="title">AP</span>9.25 (Leon.): abs., <span class="bibl">Od.17.376</span>.—Ep. word.</span>
|Definition=[ᾰ], ονος, ὁ, ἡ, ([[ἀλάομαι]]) [[wanderer]], [[rover]], ἀλήμονες ἄνδρες Od.19.74; of planets, ''AP''9.25 (Leon.): abs., Od.17.376.—Ep. word.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον <br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -ονος<br /><b class="num">1</b> [[errante]], [[vagabundo]] πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες [[ἄνδρες]] <i>Od</i>.19.74, cf. Arat.1101, Man.4.449, Αἰητίνη D.P.490, ἀστέρες <i>AP</i> 9.25 (Leon.), μελάνουροι Opp.<i>H</i>.3.455<br /><b class="num"></b> en hipálage ἀ. [[κέλευθος]] Colluth.214<br /><b class="num">•</b> subst. [[ἅλις]] [[ἧμιν]] ἀλήμονές εἰσι καὶ ... πτωχοί <i>Od</i>.17.376.<br /><b class="num">2</b> [[desordenado]], [[irregular]] [[βότρυς]] ἐθείρης Nonn.<i>D</i>.1.528, [[ὀρχηθμός]] Triph.354.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] ονος, ὁ, der Landstreicher, Hom. zweimal, Od. 19, 74 πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες, 17, 376 ἦ οὐχ [[ἅλις]] ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι, πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες; – Sp. D.; – Adj. Col. 210 [[κέλευθος]] ἀλ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] ονος, ὁ, der Landstreicher, Hom. zweimal, Od. 19, 74 πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες, 17, 376 ἦ οὐχ [[ἅλις]] ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι, πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες; – Sp. D.; – Adj. Col. 210 [[κέλευθος]] ἀλ.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον, <i>gén.</i> ονος;<br />[[errant]], [[vagabond]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄλη]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλήμων]] -ονος, ὁ [[ἀλάομαι]] zwerver; als specificatie bij [[ἀνήρ]]:. ἀλήμονες [[ἄνδρες]] zwervers Od. 19.74.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλήμων:''' ονος (ᾰ) ὁ [[странник]], [[скиталец]], [[бродяга]] (πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες [[ἄνδρες]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλήμων''': [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, ([[ἀλάομαι]]) [[ἀλήτης]], [[πλάνης]], ἀλήμονες ἄνδρες, Ὀδ. Τ. 74· περὶ πλανητῶν ἀστέρ., Ἀνθ. Π. 9. 25, καὶ ἀπολ., Ὀδ. Ρ. 376. Λέξις Ἐπ.
|lstext='''ἀλήμων''': [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, ([[ἀλάομαι]]) [[ἀλήτης]], [[πλάνης]], ἀλήμονες ἄνδρες, Ὀδ. Τ. 74· περὶ πλανητῶν ἀστέρ., Ἀνθ. Π. 9. 25, καὶ ἀπολ., Ὀδ. Ρ. 376. Λέξις Ἐπ.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον, <i>gén.</i> ονος;<br />errant, vagabond.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλη]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 37:
|lsmtext='''ἀλήμων:''' [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, ([[ἀλάομαι]]), περιπλανώμενος, [[ταξιδευτής]], [[πλάνης]], σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
|lsmtext='''ἀλήμων:''' [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, ([[ἀλάομαι]]), περιπλανώμενος, [[ταξιδευτής]], [[πλάνης]], σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἀλήμων:''' ονος (ᾰ) ὁ странник, скиталец, бродяга (πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες [[ἄνδρες]] Hom.).
|mdlsjtxt=[[ἀλάομαι]]<br />a [[wanderer]], [[rover]], Od., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλήμων Medium diacritics: ἀλήμων Low diacritics: αλήμων Capitals: ΑΛΗΜΩΝ
Transliteration A: alḗmōn Transliteration B: alēmōn Transliteration C: alimon Beta Code: a)lh/mwn

English (LSJ)

[ᾰ], ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι) wanderer, rover, ἀλήμονες ἄνδρες Od.19.74; of planets, AP9.25 (Leon.): abs., Od.17.376.—Ep. word.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ονος
1 errante, vagabundo πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες Od.19.74, cf. Arat.1101, Man.4.449, Αἰητίνη D.P.490, ἀστέρες AP 9.25 (Leon.), μελάνουροι Opp.H.3.455
en hipálage ἀ. κέλευθος Colluth.214
subst. ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ... πτωχοί Od.17.376.
2 desordenado, irregular βότρυς ἐθείρης Nonn.D.1.528, ὀρχηθμός Triph.354.

German (Pape)

[Seite 95] ονος, ὁ, der Landstreicher, Hom. zweimal, Od. 19, 74 πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες, 17, 376 ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι, πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες; – Sp. D.; – Adj. Col. 210 κέλευθος ἀλ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
errant, vagabond.
Étymologie: ἄλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλήμων -ονος, ὁ ἀλάομαι zwerver; als specificatie bij ἀνήρ:. ἀλήμονες ἄνδρες zwervers Od. 19.74.

Russian (Dvoretsky)

ἀλήμων: ονος (ᾰ) ὁ странник, скиталец, бродяга (πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι) ἀλήτης, πλάνης, ἀλήμονες ἄνδρες, Ὀδ. Τ. 74· περὶ πλανητῶν ἀστέρ., Ἀνθ. Π. 9. 25, καὶ ἀπολ., Ὀδ. Ρ. 376. Λέξις Ἐπ.

English (Autenrieth)

ονος (ἀλάομαι): roving, wandering, wanderer.

Greek Monolingual

ἀλήμων (-ονος), ο, η (Α)
1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας
2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης
3. πειρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη.

Greek Monotonic

ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι), περιπλανώμενος, ταξιδευτής, πλάνης, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.

Middle Liddell

ἀλάομαι
a wanderer, rover, Od., Anth.