στημνίον: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stimnion | |Transliteration C=stimnion | ||
|Beta Code=sthmni/on | |Beta Code=sthmni/on | ||
|Definition=τό, [[yarn]], IG11(2).159 | |Definition=τό, [[yarn]], IG11(2).159 ''A'' 16 (Delos, iii B.C.): pl., ''PMich.Zen.''16.1 (iii B.C.), cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, yarn, IG11(2).159 A 16 (Delos, iii B.C.): pl., PMich.Zen.16.1 (iii B.C.), cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
στημνίον: «ὃ ἡμεῖς κατάστημον ἢ πολύστημον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) νήμα, κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. στή-μων είτε με τη μηδενισμένη βαθμίδα του επιθήματος -μων (πρβλ. λί-μνη: λειμών) είτε με συγκοπή του φωνήεντος -ω-].