ἁμαξήρης: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amaksiris
|Transliteration C=amaksiris
|Beta Code=a(mach/rhs
|Beta Code=a(mach/rhs
|Definition=ες, (Αρω) [[of]] or [[on a carriage]], [[θρόνος]], = [[δίφρος]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 1054</span>; [[τρίβος]] [[high]]-road, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1251</span>.
|Definition=ἁμαξήρες, ([[Αρω]]) of or [[on a carriage]], [[θρόνος]], = [[δίφρος]], A.''Ag.'' 1054; [[τρίβος]] [[high]]-road, E.''Or.''1251.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξήρης Medium diacritics: ἁμαξήρης Low diacritics: αμαξήρης Capitals: ΑΜΑΞΗΡΗΣ
Transliteration A: hamaxḗrēs Transliteration B: hamaxērēs Transliteration C: amaksiris Beta Code: a(mach/rhs

English (LSJ)

ἁμαξήρες, (Αρω) of or on a carriage, θρόνος, = δίφρος, A.Ag. 1054; τρίβος high-road, E.Or.1251.

Spanish (DGE)

-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que va sobre un carro θρόνος A.A.1054.
2 apto para carros τρίβος E.Or.1251.

German (Pape)

[Seite 115] ες, an den Wagen gefügt, θρόν ος, Wagensitz, Aesch. Ag. 1024; τρίβος, Landstraße, Eur. Or. 1251.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
porté sur un char.
Étymologie: ἅμαξα, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξήρης: (ᾰμ)
1 находящийся на возу (θρόνος Aesch.);
2 проезжий для повозок (τρίβος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξήρης: -ες, (*ἄρω) ὁ ἐφ’ ἁμάξης προσηρμοσμένος, ἁμαξήρης θρόνος, = δίφρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1054: ― ἁμαξιτός, ἁμ. τρίβος, λεωφόρος, δημοσία ὁδός, Εὐρ. Ὀρ. 1251.

Greek Monolingual

ἁμαξήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος σε άμαξα
2. κατάλληλος για άμαξες, αμαξιτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ήρης < ἀραρίσκω «ενώνω, συνδέω»].

Greek Monotonic

ἁμαξήρης: -ες (βλ. -ήρης), αυτός που βρίσκεται πάνω στην άμαξα, σε Αισχύλ.· ἁμ. τρίβος, λεωφόρος, δημόσια οδός, σε Ευρ.

Middle Liddell

[v. -ήρης
of or on a carriage, Aesch.; ἁμ. τρίβος a high-road, Eur.

English (Woodhouse)

of a carriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)