δυσφόρητος: Difference between revisions
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysforitos | |Transliteration C=dysforitos | ||
|Beta Code=dusfo/rhtos | |Beta Code=dusfo/rhtos | ||
|Definition= | |Definition=δυσφόρητον, [[hard to be borne]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; [[falsa lectio|f.l.]] for [[διαφόρητος]], E.''Cyc.''344. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσφόρητον, hard to be borne, Hsch.; f.l. for διαφόρητος, E.Cyc.344.
Spanish (DGE)
-ον
I 1sent. fís. estancado, que no puede fluir de la sangre cuando se forma un trombo, Gal.16.160.
2 insoportable, insufrible, maldito ζέσας σὴν σάρκα δυσφόρητον hirviendo tu maldita carne E.Cyc.344 (cód.), cf. Hsch., δυσφορητότερον εἶναι τοῦ παρ' ἐχθρῶν πολέμου τὰς τῶν οἰκείων ἐπαναστάσεις Eus.M.23.344A, δυσφόρητον ... ἐστιν ἀνθρώπῳ τὸ ἐλέγχεσθαι Cyr.Al.Luc.1.153, ἁμαρτία Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4.15, δυσφημία Cyr.Al.M.69.181B, ἡ ... σοδομουμένη ψυχή Nil.M.79.424B.
II adv. -ως aguantando mal, con dificultad Cyr.Al.M.70.48D.
German (Pape)
[Seite 690] schwer zu ertragen; σάρξ Eur. Cycl. 343, d. i. schwer zu verdauen, Herm. lies't διαφόρητος, zerrissen. – Adv., δυσφορήτως ἔχω, = δυσφορῶ, Ios.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσφορέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσφόρητος: невыносимый (σάρξ Eur. - v.l. διαφόρητος).
Greek (Liddell-Scott)
δυσφόρητος: -ον, δυσκόλως ὑποφερόμενος, δύσοιστος Εὐρ. Κύκλ. 344· ὁ Σκαλ. διαφόρητον.
Greek Monolingual
δυσφόρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή ανέχεται κανείς.
Greek Monotonic
δυσφόρητος: -ον, αυτός που δύσκολα υποφέρεται, ανυπόφορος, αβίωτος, σε Ευρ.
Middle Liddell
δυσφόρητος, ον [from δυσφορέω
hard to bear, Eur.