ἀλλοτριοπραγμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(big3_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=allotriopragmosyni
|Transliteration C=allotriopragmosyni
|Beta Code=a)llotriopragmosu/nh
|Beta Code=a)llotriopragmosu/nh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">meddlesomeness</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>444b</span>, <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Alc.</span>p.14</span> C.</span>
|Definition=ἡ, [[meddlesomeness]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 444b, Procl. ''in Alc.''p.14 C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[intromisión]] ἀλλοτριοπραγμοσύνην ... μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς Pl.<i>R</i>.444b, ἀπὸ τῆς εἰς τὰ ἔξω βλεπούσης ὁρμῆς καὶ τῆς ἀλλοτριοπραγμοσύνης Procl.<i>in Alc</i>.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />ingérence dans les affaires d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλλότριος]], [[πρᾶγμα]].
|btext=ης (ἡ) :<br />[[ingérence dans les affaires d'autrui]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀλλότριος]], [[πρᾶγμα]].
}}
{{grml
|mltxt=ἀλλοτριοπραγμοσύνη, η (Α) [[ἀλλοτριοπράγμων]]<br />η [[αλλοτριοπραγία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλοτριοπραγμοσύνη:''' ἡ ([[πρᾶγμα]]), ανάμειξη σε ξένες υποθέσεις, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλοτριοπραγμοσύνη:''' ἡ Plat. = [[ἀλλοτριοπραγία]].
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[intromisión]] ἀλλοτριοπραγμοσύνην ... μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς Pl.<i>R</i>.444b, ἀπὸ τῆς εἰς τὰ ἔξω βλεπούσης ὁρμῆς καὶ τῆς ἀλλοτριοπραγμοσύνης Procl.<i>in Alc</i>.14.
|mdlsjtxt=[[πρᾶγμα]]<br />a meddling with [[other]] [[people]]'s [[business]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

English (LSJ)

ἡ, meddlesomeness, Pl.R. 444b, Procl. in Alc.p.14 C.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
intromisión ἀλλοτριοπραγμοσύνην ... μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς Pl.R.444b, ἀπὸ τῆς εἰς τὰ ἔξω βλεπούσης ὁρμῆς καὶ τῆς ἀλλοτριοπραγμοσύνης Procl.in Alc.14.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, neben πολυπραγμοσύνη, = -πραγία, Plat. Rep. IV, 144 b.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ingérence dans les affaires d'autrui.
Étymologie: ἀλλότριος, πρᾶγμα.

Greek Monolingual

ἀλλοτριοπραγμοσύνη, η (Α) ἀλλοτριοπράγμων
η αλλοτριοπραγία.

Greek Monotonic

ἀλλοτριοπραγμοσύνη: ἡ (πρᾶγμα), ανάμειξη σε ξένες υποθέσεις, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριοπραγμοσύνη: ἡ Plat. = ἀλλοτριοπραγία.

Middle Liddell

πρᾶγμα
a meddling with other people's business, Plat.