λεπτουργής: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leptourgis | |Transliteration C=leptourgis | ||
|Beta Code=leptourgh/s | |Beta Code=leptourgh/s | ||
|Definition= | |Definition=λεπτουργές, [[finely worked]], ἔσθος ''h.Hom.''31.14: [[cut up small]], ῥίζαι Nic.''Fr.''70.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0031.png Seite 31]] ές, fein gearbeitet; [[ἔσθος]], H. h. 31, 14; ῥίζαι, klein geschnitten, Nic. bei Ath. IV, 133 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0031.png Seite 31]] ές, fein gearbeitet; [[ἔσθος]], H. h. 31, 14; ῥίζαι, klein geschnitten, Nic. bei Ath. IV, 133 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[finement travaillé]].<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἔργον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεπτουργής:''' [[тонко сработанный]], [[изящный]] ([[ἔσθος]] HH). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λεπτουργής''': -ές, λεπτῶς εἰργασμένος, [[ἔσθος]] Ὁμηρ. Ὕμ. 31. 14· ― [[λεπτός]], [[ἀδύνατος]], ῥίζαι Νικ. Ἀποσπ. 3. 9. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[λεπτουργής]], -ές)<br />επεξεργασμένος με [[λεπτότητα]], με λεπτή [[τέχνη]], τεχνουργημένος με [[κομψότητα]] (α. «[[λεπτουργής]] [[θήκη]]» β. «[[ἔσθος]] λεπτουργές», <b>Ομ.</b>Ύμν.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεπτός]], [[ισχνός]], [[αδύνατος]] («ῥίζας... λεπτουργέας», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτο</i>-<i>Fεργής</i> με σίγηση του <i>F</i> και [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λεπτά</i>) <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[F]][[έργον]]), [[πρβλ]]. [[αληθουργής]], [[νεουργής]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεπτουργής:''' -ές ([[ἔργω]]), [[πολύ]] λεπτά δουλεμένος, [[ψιλοδουλεμένος]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λεπτ-ουργής, ές [*[[ἔργω]]<br />[[finely]] worked, Hhymn. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
λεπτουργές, finely worked, ἔσθος h.Hom.31.14: cut up small, ῥίζαι Nic.Fr.70.10.
German (Pape)
[Seite 31] ές, fein gearbeitet; ἔσθος, H. h. 31, 14; ῥίζαι, klein geschnitten, Nic. bei Ath. IV, 133 d.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
finement travaillé.
Étymologie: λεπτός, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
λεπτουργής: тонко сработанный, изящный (ἔσθος HH).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτουργής: -ές, λεπτῶς εἰργασμένος, ἔσθος Ὁμηρ. Ὕμ. 31. 14· ― λεπτός, ἀδύνατος, ῥίζαι Νικ. Ἀποσπ. 3. 9.
Greek Monolingual
-ές (Α λεπτουργής, -ές)
επεξεργασμένος με λεπτότητα, με λεπτή τέχνη, τεχνουργημένος με κομψότητα (α. «λεπτουργής θήκη» β. «ἔσθος λεπτουργές», Ομ.Ύμν.)
αρχ.
λεπτός, ισχνός, αδύνατος («ῥίζας... λεπτουργέας», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο-Fεργής με σίγηση του F και συναίρεση < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -(F)εργής (< Fέργον), πρβλ. αληθουργής, νεουργής].
Greek Monotonic
λεπτουργής: -ές (ἔργω), πολύ λεπτά δουλεμένος, ψιλοδουλεμένος, σε Ομηρ. Ύμν.