πυργήρης: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyrgiris
|Transliteration C=pyrgiris
|Beta Code=purgh/rhs
|Beta Code=purgh/rhs
|Definition=ες, of a place, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">furnished with towers, fortified</b>, <b class="b3">κώμη</b> Orac. ap. <span class="bibl">Paus.10.18.2</span>.</span>
|Definition=πυργήρες, of a place, [[furnished with towers]], [[fortified]], [[κώμη]] Orac. ap. Paus.10.18.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0820.png Seite 820]] ες, im Thurme od. in den Festungswerken eingeschlossen, von einem Orte, mit Thürmen und Festungswerken versehen, Paus. 10, 18 Hesych. erkl. πυργήρως, [[μετέωρος]] ὡς [[πύργος]], u. πύργηρα, τὰ θωράκια.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0820.png Seite 820]] ες, im Thurme od. in den Festungswerken eingeschlossen, von einem Orte, mit Thürmen und Festungswerken versehen, Paus. 10, 18 Hesych. erkl. πυργήρως, [[μετέωρος]] ὡς [[πύργος]], u. πύργηρα, τὰ θωράκια.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[muni de tours]], [[de fortifications]].<br />'''Étymologie:''' [[πύργος]], ἄρω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πυργήρης''': -ες, ἐπὶ τόπου ἢ χώρας, ὁ ἔχων πύργους ὠχυρωμένους, [[κώμη]] Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 18, 2. (Ἐσχηματίσθη ὡς αἱ λέξεις [[τειχήρης]], [[ποδήρης]], ἴδε [[τριήρης]].)
|lstext='''πυργήρης''': -ες, ἐπὶ τόπου ἢ χώρας, ὁ ἔχων πύργους ὠχυρωμένους, [[κώμη]] Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 18, 2. (Ἐσχηματίσθη ὡς αἱ λέξεις [[τειχήρης]], [[ποδήρης]], ἴδε [[τριήρης]].)
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />muni de tours, de fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[πύργος]], ἄρω.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρες, ΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πύργους, οχυρωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύργος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>ξιφ</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=-ῆρες, ΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πύργους, οχυρωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύργος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) ([[πρβλ]]. [[ξιφήρης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πυργήρης:''' -ες (*ἄρω), λέγεται για [[τόπο]] ή [[χώρα]], αυτός που έχει οχυρωμένους πύργους, Χρησμ. [[παρά]] Παυσ.
|lsmtext='''πυργήρης:''' -ες (*ἄρω), λέγεται για [[τόπο]] ή [[χώρα]], αυτός που έχει οχυρωμένους πύργους, Χρησμ. [[παρά]] Παυσ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πυργ-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />of a [[place]], [[fortified]], ap. Paus.
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυργήρης Medium diacritics: πυργήρης Low diacritics: πυργήρης Capitals: ΠΥΡΓΗΡΗΣ
Transliteration A: pyrgḗrēs Transliteration B: pyrgērēs Transliteration C: pyrgiris Beta Code: purgh/rhs

English (LSJ)

πυργήρες, of a place, furnished with towers, fortified, κώμη Orac. ap. Paus.10.18.2.

German (Pape)

[Seite 820] ες, im Thurme od. in den Festungswerken eingeschlossen, von einem Orte, mit Thürmen und Festungswerken versehen, Paus. 10, 18 Hesych. erkl. πυργήρως, μετέωρος ὡς πύργος, u. πύργηρα, τὰ θωράκια.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
muni de tours, de fortifications.
Étymologie: πύργος, ἄρω.

Greek (Liddell-Scott)

πυργήρης: -ες, ἐπὶ τόπου ἢ χώρας, ὁ ἔχων πύργους ὠχυρωμένους, κώμη Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 18, 2. (Ἐσχηματίσθη ὡς αἱ λέξεις τειχήρης, ποδήρης, ἴδε τριήρης.)

Greek Monolingual

-ῆρες, ΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πύργους, οχυρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -ήρης (Ι) (πρβλ. ξιφήρης)].

Greek Monotonic

πυργήρης: -ες (*ἄρω), λέγεται για τόπο ή χώρα, αυτός που έχει οχυρωμένους πύργους, Χρησμ. παρά Παυσ.

Middle Liddell

πυργ-ήρης, ες [*ἄρω]
of a place, fortified, ap. Paus.