στοργικός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=storgikos | |Transliteration C=storgikos | ||
|Beta Code=storgiko/s | |Beta Code=storgiko/s | ||
|Definition=ή, όν, < | |Definition=στοργική, στοργικόν, [[varia lectio|v.l.]] for [[στερκτικός]] in Gal.''Nat.Fac.''1.12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[στοργικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στοργή]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που τρέφει [[στοργή]], που συμπεριφέρεται με [[στοργή]] («στοργική [[μητέρα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[στοργή]] (α. «στοργικές περιποιήσεις» β. «στοργική [[στάση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στοργικώς</i> και <i>στοργικά</i> Ν<br />με στοργικό τρόπο, με [[στοργικότητα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
στοργική, στοργικόν, v.l. for στερκτικός in Gal.Nat.Fac.1.12.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στοργικός, -ή, -όν, ΝΑ στοργή
(για πρόσ.) αυτός που τρέφει στοργή, που συμπεριφέρεται με στοργή («στοργική μητέρα»)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με στοργή (α. «στοργικές περιποιήσεις» β. «στοργική στάση»).
επίρρ...
στοργικώς και στοργικά Ν
με στοργικό τρόπο, με στοργικότητα.