ἑτερώνιος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eteronios | |Transliteration C=eteronios | ||
|Beta Code=e(terw/nios | |Beta Code=e(terw/nios | ||
|Definition= | |Definition=ἑτερώνιον, [[another's property]], Eust.1214.27, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτερώνιος]], -ον (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[κτήμα]], [[ιδιοκτησία]] άλλων, ο αγορασμένος από άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτερος]] <span style="color: red;">+</span> αιολ. κατάλ. -<i>ώνιος</i>, αντίστοιχη της -<i>οιος</i> ( | |mltxt=[[ἑτερώνιος]], -ον (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[κτήμα]], [[ιδιοκτησία]] άλλων, ο αγορασμένος από άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτερος]] <span style="color: red;">+</span> αιολ. κατάλ. -<i>ώνιος</i>, αντίστοιχη της -<i>οιος</i> ([[πρβλ]]. [[αλλώνιος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑτερώνιον, another's property, Eust.1214.27, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἑτερώνιος, -ον (Μ)
αυτός που είναι κτήμα, ιδιοκτησία άλλων, ο αγορασμένος από άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτερος + αιολ. κατάλ. -ώνιος, αντίστοιχη της -οιος (πρβλ. αλλώνιος)].