ἀμφίβασις: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(6_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfivasis | |Transliteration C=amfivasis | ||
|Beta Code=a)mfibasis | |Beta Code=a)mfibasis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[defence of]] fallen comrade, δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν.. Τρώων Il.5.623. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀμφίβᾰσις) -εως, ἡ<br />[[defensa]] alrededor de un muerto δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν ... Τρώων <i>Il</i>.5.623, cf. [[ἀμφίβασις]]· ὑπὲρ νεκροῦ μάχη Hsch., <i>Et.Sym</i>.813. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0136.png Seite 136]] ἡ, das Umgeben, Hom. einmal, Iliad. 5, 623 δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν κρατερὴν Τρώων ἀγερώχων, die Vertheidigung, s. [[ἀμφιβαίνω]], vgl. Apoll. lex. Hom. 27, 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0136.png Seite 136]] ἡ, das Umgeben, Hom. einmal, Iliad. 5, 623 δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν κρατερὴν Τρώων ἀγερώχων, die Vertheidigung, s. [[ἀμφιβαίνω]], vgl. Apoll. lex. Hom. 27, 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'aller autour : [[ἀμφίβασις]] Τρώων IL les Troyens qui s'avancent autour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφιβαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφίβᾰσις:''' εως ἡ [[обходное движение]]: δεῖσε ἀμφίβασιν Τρώων Hom. (Эант) побоялся быть окруженным троянцами. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίβᾰσις''': -εως, ἡ, [[κύκλωσις]], δεῖσε δ’ ὃ γ’ ἀμφίβασιν… Τρώων (ὅ ἐ. τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας), Ἰλ. Ε. 623· πρβλ. [[ἀμφιβαίνω]] Ι. 3. ― Ὁ Ἡσύχ. λέγει: «[[ἀμφίβασις]], [[ὑπὲρ]] νεκροῦ [[μάχη]]· περιβάντες γὰρ τὸν νεκρὸν ἐμάχοντο περὶ τοῦ σώματος ἵνα μὴ σκυλευθῇ». | |lstext='''ἀμφίβᾰσις''': -εως, ἡ, [[κύκλωσις]], δεῖσε δ’ ὃ γ’ ἀμφίβασιν… Τρώων (ὅ ἐ. τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας), Ἰλ. Ε. 623· πρβλ. [[ἀμφιβαίνω]] Ι. 3. ― Ὁ Ἡσύχ. λέγει: «[[ἀμφίβασις]], [[ὑπὲρ]] νεκροῦ [[μάχη]]· περιβάντες γὰρ τὸν νεκρὸν ἐμάχοντο περὶ τοῦ σώματος ἵνα μὴ σκυλευθῇ». | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[protection]], ''[[sc.]]'' νεκροῦ, Il. 5.623†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφίβασις]] (-εως), η (Α) [[ἀμφιβαίνω]]<br />η [[υπεράσπιση]] τραυματισμένου συντρόφου με [[μάχη]] που δίνεται [[γύρω]] από αυτόν. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφίβᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἀμφιβαίνω]]), [[κύκλωμα]], [[περιτύλιγμα]], [[περικύκλωση]], <i>ἀμφίβασιν Τρώων = τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀμφιβαίνω]]<br />a [[going]] [[round]], encompassing, ἀμφίβασιν Τρώων = τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας, Il. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, defence of fallen comrade, δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν.. Τρώων Il.5.623.
Spanish (DGE)
(ἀμφίβᾰσις) -εως, ἡ
defensa alrededor de un muerto δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν ... Τρώων Il.5.623, cf. ἀμφίβασις· ὑπὲρ νεκροῦ μάχη Hsch., Et.Sym.813.
German (Pape)
[Seite 136] ἡ, das Umgeben, Hom. einmal, Iliad. 5, 623 δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν κρατερὴν Τρώων ἀγερώχων, die Vertheidigung, s. ἀμφιβαίνω, vgl. Apoll. lex. Hom. 27, 19.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'aller autour : ἀμφίβασις Τρώων IL les Troyens qui s'avancent autour.
Étymologie: ἀμφιβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίβᾰσις: εως ἡ обходное движение: δεῖσε ἀμφίβασιν Τρώων Hom. (Эант) побоялся быть окруженным троянцами.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβᾰσις: -εως, ἡ, κύκλωσις, δεῖσε δ’ ὃ γ’ ἀμφίβασιν… Τρώων (ὅ ἐ. τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας), Ἰλ. Ε. 623· πρβλ. ἀμφιβαίνω Ι. 3. ― Ὁ Ἡσύχ. λέγει: «ἀμφίβασις, ὑπὲρ νεκροῦ μάχη· περιβάντες γὰρ τὸν νεκρὸν ἐμάχοντο περὶ τοῦ σώματος ἵνα μὴ σκυλευθῇ».
English (Autenrieth)
protection, sc. νεκροῦ, Il. 5.623†.
Greek Monolingual
ἀμφίβασις (-εως), η (Α) ἀμφιβαίνω
η υπεράσπιση τραυματισμένου συντρόφου με μάχη που δίνεται γύρω από αυτόν.
Greek Monotonic
ἀμφίβᾰσις: -εως, ἡ (ἀμφιβαίνω), κύκλωμα, περιτύλιγμα, περικύκλωση, ἀμφίβασιν Τρώων = τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἀμφιβαίνω
a going round, encompassing, ἀμφίβασιν Τρώων = τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας, Il.