συνθηρατής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synthiratis
|Transliteration C=synthiratis
|Beta Code=sunqhrath/s
|Beta Code=sunqhrath/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who joins in quest of</b>, τῶν φίλων <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.11.15</span>.</span>
|Definition=συνθηρατοῦ, ὁ, [[one who joins in quest of]], τῶν φίλων [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.11.15.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συνθηρᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[compagnon de chasse]].<br />'''Étymologie:''' [[συνθηράω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θηρᾱτής -οῦ, ὁ [συνθηράω] mede-jager, jachtgenoot, met gen. obj.: τί οὖν οὐ σύ μοι... ἐγένου σ. τῶν φίλων; waarom word je niet mijn mede-jager op vrienden? Xen. Mem. 3.11.15.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[συνθηράω]].
|elrutext='''συνθηρᾱτής:''' οῦ ὁ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать (τῶν [[φίλων]] Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνθηρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει [[μέρος]] από κοινού με άλλους στο [[κυνήγι]], <i>τινός</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνθηρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει [[μέρος]] από κοινού με άλλους στο [[κυνήγι]], <i>τινός</i>, σε Ξεν.
}}
{{ls
|lstext='''συνθηρᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συνθηρᾱτής, οῦ, ὁ,<br />one who joins in [[quest]] of, τινός Xen. [from [[συνθηράω]]
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθηρᾱτής Medium diacritics: συνθηρατής Low diacritics: συνθηρατής Capitals: ΣΥΝΘΗΡΑΤΗΣ
Transliteration A: synthēratḗs Transliteration B: synthēratēs Transliteration C: synthiratis Beta Code: sunqhrath/s

English (LSJ)

συνθηρατοῦ, ὁ, one who joins in quest of, τῶν φίλων X.Mem.3.11.15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon de chasse.
Étymologie: συνθηράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θηρᾱτής -οῦ, ὁ [συνθηράω] mede-jager, jachtgenoot, met gen. obj.: τί οὖν οὐ σύ μοι... ἐγένου σ. τῶν φίλων; waarom word je niet mijn mede-jager op vrienden? Xen. Mem. 3.11.15.

Russian (Dvoretsky)

συνθηρᾱτής: οῦ ὁ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать (τῶν φίλων Xen.).

Greek Monolingual

ὁ, Α συνθηρῶ
αυτός που κυνηγά από κοινού με κάποιον.

Greek Monotonic

συνθηρᾱτής: -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει μέρος από κοινού με άλλους στο κυνήγι, τινός, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνθηρᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.

Middle Liddell

συνθηρᾱτής, οῦ, ὁ,
one who joins in quest of, τινός Xen. [from συνθηράω