διασκεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaskeptikos
|Transliteration C=diaskeptikos
|Beta Code=diaskeptiko/s
|Beta Code=diaskeptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cautious]], [[considerate]], <span class="bibl">Poll.1.178</span>.</span>
|Definition=διασκεπτική, διασκεπτικόν, [[cautious]], [[considerate]], Poll.1.178.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[ponderado]] στρατηγός Poll.1.178.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασκεπτικός''': -ή, -όν, [[προφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], Πολυδ. Αʹ, 178.
|lstext='''διασκεπτικός''': -ή, -όν, [[προφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], Πολυδ. Αʹ, 178.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[ponderado]] στρατηγός Poll.1.178.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[διασκεπτήριος]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διασκέπτεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[διασκεπτήριος]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διασκέπτεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεπτικός Medium diacritics: διασκεπτικός Low diacritics: διασκεπτικός Capitals: ΔΙΑΣΚΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaskeptikós Transliteration B: diaskeptikos Transliteration C: diaskeptikos Beta Code: diaskeptiko/s

English (LSJ)

διασκεπτική, διασκεπτικόν, cautious, considerate, Poll.1.178.

Spanish (DGE)

-ή, -όν ponderado στρατηγός Poll.1.178.

German (Pape)

[Seite 602] betrachtend, Poll. 1, 178.

Greek (Liddell-Scott)

διασκεπτικός: -ή, -όν, προφυλακτικός, προσεκτικός, Πολυδ. Αʹ, 178.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διασκεπτικός, -ή, -όν)
1. ο διασκεπτήριος
2. ο ικανός να διασκέπτεται
αρχ.
προσεκτικός, επιφυλακτικός.