λιτόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=litovios | |Transliteration C=litovios | ||
|Beta Code=lito/bios | |Beta Code=lito/bios | ||
|Definition= | |Definition=λιτόβιον, ([[λιτός]]) [[living plainly]] or [[sparingly]], Str.15.1.34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui vit simplement]].<br />'''Étymologie:''' [[λιτός]], [[βίος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῑτόβιος''': -ον, (λῑτὸς) ζῶν [[ἁπλῶς]], ἀπερίττως ἢ [[ | |lstext='''λῑτόβιος''': -ον, (λῑτὸς) ζῶν [[ἁπλῶς]], ἀπερίττως ἢ μετὰ φειδοῦς, Στράβ. 701. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α [[λιτόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει λιτά, [[λιτοδίαιτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιτόβιο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[λιτός]] [[βίος]], η [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (I) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] ([[πρβλ]]. [[κοινόβιος]], [[λιπόβιος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῑτόβιος:''' -ον (λῐτός), αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με [[φειδώ]], [[λιτά]], σε Στράβ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=λῑτό-βιος, ον [λῑτός]<br />[[living]] [[plainly]] or [[sparingly]], Strab. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], <i>[[einfach]], [[sparsam]] [[lebend]]</i>, Strab. XV.701. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:52, 25 August 2023
English (LSJ)
λιτόβιον, (λιτός) living plainly or sparingly, Str.15.1.34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit simplement.
Étymologie: λιτός, βίος.
Greek (Liddell-Scott)
λῑτόβιος: -ον, (λῑτὸς) ζῶν ἁπλῶς, ἀπερίττως ἢ μετὰ φειδοῦς, Στράβ. 701.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λιτόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει λιτά, λιτοδίαιτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιτόβιο(ν)
ο λιτός βίος, η λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βίος (πρβλ. κοινόβιος, λιπόβιος)].
Greek Monotonic
λῑτόβιος: -ον (λῐτός), αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με φειδώ, λιτά, σε Στράβ.
Middle Liddell
λῑτό-βιος, ον [λῑτός]
living plainly or sparingly, Strab.