νυκτίπλανος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nyktiplanos
|Transliteration C=nyktiplanos
|Beta Code=nukti/planos
|Beta Code=nukti/planos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">roaming by night</b>, Orac. ap. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>54</span>.</span>
|Definition=νυκτίπλανον, [[roaming by night]], Orac. ap. Luc.''Alex.''54.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτίπλαγκτος]].<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[πλανάω]].
}}
{{pape
|ptext== [[νυκτίπλαγκτος]], Luc. <i>Alex</i>. 54, νυκτιπλάνοις ὀάροις χαίρει.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτίπλᾰνος:''' Luc. = [[νυκτίπλαγκτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτίπλᾰνος''': -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα πλανώμενος, Λουκ. Ἀλεξ. 54.
|lstext='''νυκτίπλᾰνος''': -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα πλανώμενος, Λουκ. Ἀλεξ. 54.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτίπλαγκτος]].<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[πλανάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτίπλᾰνος:''' -ον, αυτός που περιφέρεται τη [[νύχτα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''νυκτίπλᾰνος:''' -ον, αυτός που περιφέρεται τη [[νύχτα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτίπλᾰνος:''' Luc. = [[νυκτίπλαγκτος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νυκτί-πλᾰνος, ον,<br />[[roaming]] by [[night]], Luc.
|mdlsjtxt=νυκτί-πλᾰνος, ον,<br />[[roaming]] by [[night]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐπλᾰνος Medium diacritics: νυκτίπλανος Low diacritics: νυκτίπλανος Capitals: ΝΥΚΤΙΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: nyktíplanos Transliteration B: nyktiplanos Transliteration C: nyktiplanos Beta Code: nukti/planos

English (LSJ)

νυκτίπλανον, roaming by night, Orac. ap. Luc.Alex.54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νυκτίπλαγκτος.
Étymologie: νύξ, πλανάω.

German (Pape)

νυκτίπλαγκτος, Luc. Alex. 54, νυκτιπλάνοις ὀάροις χαίρει.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίπλᾰνος: Luc. = νυκτίπλαγκτος.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίπλᾰνος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα πλανώμενος, Λουκ. Ἀλεξ. 54.

Greek Monolingual

νυκτίπλανος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανάται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) -πλάνος (< πλανῶμαι)].

Greek Monotonic

νυκτίπλᾰνος: -ον, αυτός που περιφέρεται τη νύχτα, σε Λουκ.

Middle Liddell

νυκτί-πλᾰνος, ον,
roaming by night, Luc.