κακορρέκτης: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakorrektis | |Transliteration C=kakorrektis | ||
|Beta Code=kakorre/kths | |Beta Code=kakorre/kths | ||
|Definition= | |Definition=κακορρέκτου, ὁ, ([[ῥέζω]]) [[evil-doer]], A.R.3.595. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 12:13, 25 August 2023
English (LSJ)
κακορρέκτου, ὁ, (ῥέζω) evil-doer, A.R.3.595.
Greek Monolingual
κακορρέκτης, ὁ, θηλ. κακορρέκτειρα (Α)
αυτός που πράττει το κακό, καταστρεπτικός, βλαπτικός, επιβλαβής («κακορρέκτης δαίμων», Ευδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ρέκτης (< ρέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλορρέκτης].
German (Pape)
ὁ, Übelthäter, Ap.Rh. 3.595 und andere Spätere