πετηλίας: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(32)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=petilias
|Transliteration C=petilias
|Beta Code=pethli/as
|Beta Code=pethli/as
|Definition=<b class="b3">καρκίνος, ὁ</b>, a kind of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">crab</b>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>7.30</span>.</span>
|Definition=[[καρκίνος]], ὁ, a kind of [[crab]], Ael.''NA''7.30.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετηλίας Medium diacritics: πετηλίας Low diacritics: πετηλίας Capitals: ΠΕΤΗΛΙΑΣ
Transliteration A: petēlías Transliteration B: petēlias Transliteration C: petilias Beta Code: pethli/as

English (LSJ)

καρκίνος, ὁ, a kind of crab, Ael.NA7.30.

German (Pape)

[Seite 605] ὁ, καρκίνος, eine Krebsart, wahrscheinlich nach ihren ausgebreiteten Scheeren von πετάννυμι benannt, Ael. H. A. 7, 30, wo man π ηλίας hat bessern wollen.

Greek (Liddell-Scott)

πετηλίας: καρκίνος, ὁ, εἶδος καρκίνου, πιθαν. ἐκ τοῦ πετάννυμι, ἐκ τοῦ ὅτι ἔχει ἀνοικτὰς τὰς χηλὰς αὑτοῦ, Αἰλ. π. Ζ. 7. 30.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος καβουριού με ανοιχτές χηλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με το ρ. πέτομαι «πετώ», οπότε θα είχε τη σημ. «είδος καβουριού που πετά». Κατ' άλλη όμως άποψη, η λ. πετηλίας σημαίνει «μεγάλος» και συνδέεται με τον τ. πατελίς «είδος μαλακού οστράκου», ο οποίος κατά την άποψη αυτή θα πρέπει να προέρχεται από παραφθορά ενός τ. πεταλίς, αμάρτυρου στην Αρχαία. Στην περίπτωση αυτή, η λ. πετηλίας θα πρέπει να συνδέεται με τα πέταλον, πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω»].