ἐφόριος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(1ab)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eforios
|Transliteration C=eforios
|Beta Code=e)fo/rios
|Beta Code=e)fo/rios
|Definition=α, ον, (ὅρος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bordering on</b>, Ῥωμαίων <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.9</span>; <b class="b2">on the border</b> or <b class="b2">frontier</b>, <b class="b3">ἀγορὰ ἐ</b>., where the people of adjacent states met for market and other purposes, <span class="title">IG</span>12.115.27 ( = <span class="bibl">D.23.37</span>); ἐ. πόλεις <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>26(14).81</span>; στήλη <span class="bibl">Poll.9.8</span>; <b class="b3">δένδρα</b> prob. in <span class="bibl"><span class="title">Ostr.Strassb.</span> 772</span> (ii A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐφόρια, τά</b>, <b class="b2">boundaries</b>, PFay.23 (<b class="b2">a</b>).5 (ii A. D.).</span>
|Definition=α, ον, ([[ὅρος]])<br><span class="bld">A</span> [[bordering on]], Ῥωμαίων App.''BC''5.9; [[on the border]] or [[frontier]], <b class="b3">ἀγορὰ ἐ.</b>, where the people of adjacent states met for market and other purposes, ''IG''12.115.27 (= D.23.37); ἐ. πόλεις Aristid.''Or.''26(14).81; στήλη Poll.9.8; [[δένδρα]] prob. in ''Ostr.Strassb.'' 772 (ii A. D.).<br><span class="bld">II</span> [[ἐφόρια]], τά, [[boundaries]], PFay.23 (a).5 (ii A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1122.png Seite 1122]] α, ον, an der Gränze, ἀγορὰ [[ἐφορία]], der Gränzmarkt, wo die Leute aus angränzenden Bezirken zum Handel zusammenkommen, Dem. 23, 37, im Gesetz, von Dem. selbst ib. §. 39 erkl.; – an der Gränze stehend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1122.png Seite 1122]] α, ον, an der Gränze, ἀγορὰ [[ἐφορία]], der Gränzmarkt, wo die Leute aus angränzenden Bezirken zum Handel zusammenkommen, Dem. 23, 37, im Gesetz, von Dem. selbst ib. §. 39 erkl.; – an der Gränze stehend, Sp.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[qui est]] <i>ou</i> a lieu sur la frontière;<br /><b>2</b> [[qui borne]], [[qui limite]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὅρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφόριος:''' [[приграничный]] ([[ἀγορά]] Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφόριος''': -α, -ον, (ὅρος) συνορεύων, [[γείτων]], Ρωμαίων καὶ Παρθυαίων ὄντες ἐφόριοι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5.9· ἐπὶ τῶν συνόρων, ἀγορᾶς ἐφορίας Νόμος παρὰ Δημ. 631 ἐν τέλει, ἐξηγεῖται δὲ τὴν λέξιν αὐτὸς ὁ Δημοσθένης ὀλίγον κατωτέρω (632, 24) «ἀγορᾶς ἐφορίας· τί τοῦτο λέγων; τῶν ὁρίων τῆς χώρας· [[ἐνταῦθα]] γάρ, ὥς γ’ ἐμοὶ δοκεῖ, τἀρχαῖα συνῇσαν οἱ πρόσχωροι παρὰ θ’ ἡμῶν καὶ τῶν ἀστυγειτόνων, [[ὅθεν]] ὠνόμακεν ἀγορὰν ἐφορίαν», δηλ. ἀγορὰν γινομένην ἐν τοῖς συνόροις, [[ἔνθα]] οἱ ὅμοροι λαοὶ συνήρχοντο [[χάριν]] ἀγοραπωλησίας ἢ δι’ ἄλλον λόγον, ἴδε σημ Weber ἐν τόπῳ, [[Πολυδ]]. Θ΄, 8· πόλεις ἐφορίας ἐδείμασθε Ἀριστείδ. τ. 1. σ. 219· [[στήλη]] ἐφορία [[Πολυδ]]. Θ΄, 8.
|lstext='''ἐφόριος''': -α, -ον, (ὅρος) συνορεύων, [[γείτων]], Ρωμαίων καὶ Παρθυαίων ὄντες ἐφόριοι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5.9· ἐπὶ τῶν συνόρων, ἀγορᾶς ἐφορίας Νόμος παρὰ Δημ. 631 ἐν τέλει, ἐξηγεῖται δὲ τὴν λέξιν αὐτὸς ὁ Δημοσθένης ὀλίγον κατωτέρω (632, 24) «ἀγορᾶς ἐφορίας· τί τοῦτο λέγων; τῶν ὁρίων τῆς χώρας· [[ἐνταῦθα]] γάρ, ὥς γ’ ἐμοὶ δοκεῖ, τἀρχαῖα συνῇσαν οἱ πρόσχωροι παρὰ θ’ ἡμῶν καὶ τῶν ἀστυγειτόνων, [[ὅθεν]] ὠνόμακεν ἀγορὰν ἐφορίαν», δηλ. ἀγορὰν γινομένην ἐν τοῖς συνόροις, [[ἔνθα]] οἱ ὅμοροι λαοὶ συνήρχοντο [[χάριν]] ἀγοραπωλησίας ἢ δι’ ἄλλον λόγον, ἴδε σημ Weber ἐν τόπῳ, Πολυδ. Θ΄, 8· πόλεις ἐφορίας ἐδείμασθε Ἀριστείδ. τ. 1. σ. 219· [[στήλη]] ἐφορία Πολυδ. Θ΄, 8.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui est <i>ou</i> a lieu sur la frontière;<br /><b>2</b> qui borne, qui limite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὅρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφόριος:''' -α, -ον ([[ὅρος]]), αυτός που βρίσκεται στα [[σύνορα]] ή στα όρια, [[συνοριακός]], [[γειτονικός]], [[παρά]] Δημ.
|lsmtext='''ἐφόριος:''' -α, -ον ([[ὅρος]]), αυτός που βρίσκεται στα [[σύνορα]] ή στα όρια, [[συνοριακός]], [[γειτονικός]], [[παρά]] Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφόριος:''' приграничный ([[ἀγορά]] Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐφ-όριος, η, ον [[ὅρος]]<br />on the [[border]] or [[frontier]], ap. Dem.
|mdlsjtxt=ἐφ-όριος, η, ον [[ὅρος]]<br />on the [[border]] or [[frontier]], ap. Dem.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφόριος Medium diacritics: ἐφόριος Low diacritics: εφόριος Capitals: ΕΦΟΡΙΟΣ
Transliteration A: ephórios Transliteration B: ephorios Transliteration C: eforios Beta Code: e)fo/rios

English (LSJ)

α, ον, (ὅρος)
A bordering on, Ῥωμαίων App.BC5.9; on the border or frontier, ἀγορὰ ἐ., where the people of adjacent states met for market and other purposes, IG12.115.27 (= D.23.37); ἐ. πόλεις Aristid.Or.26(14).81; στήλη Poll.9.8; δένδρα prob. in Ostr.Strassb. 772 (ii A. D.).
II ἐφόρια, τά, boundaries, PFay.23 (a).5 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1122] α, ον, an der Gränze, ἀγορὰ ἐφορία, der Gränzmarkt, wo die Leute aus angränzenden Bezirken zum Handel zusammenkommen, Dem. 23, 37, im Gesetz, von Dem. selbst ib. §. 39 erkl.; – an der Gränze stehend, Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui est ou a lieu sur la frontière;
2 qui borne, qui limite.
Étymologie: ἐπί, ὅρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐφόριος: приграничный (ἀγορά Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφόριος: -α, -ον, (ὅρος) συνορεύων, γείτων, Ρωμαίων καὶ Παρθυαίων ὄντες ἐφόριοι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5.9· ἐπὶ τῶν συνόρων, ἀγορᾶς ἐφορίας Νόμος παρὰ Δημ. 631 ἐν τέλει, ἐξηγεῖται δὲ τὴν λέξιν αὐτὸς ὁ Δημοσθένης ὀλίγον κατωτέρω (632, 24) «ἀγορᾶς ἐφορίας· τί τοῦτο λέγων; τῶν ὁρίων τῆς χώρας· ἐνταῦθα γάρ, ὥς γ’ ἐμοὶ δοκεῖ, τἀρχαῖα συνῇσαν οἱ πρόσχωροι παρὰ θ’ ἡμῶν καὶ τῶν ἀστυγειτόνων, ὅθεν ὠνόμακεν ἀγορὰν ἐφορίαν», δηλ. ἀγορὰν γινομένην ἐν τοῖς συνόροις, ἔνθα οἱ ὅμοροι λαοὶ συνήρχοντο χάριν ἀγοραπωλησίας ἢ δι’ ἄλλον λόγον, ἴδε σημ Weber ἐν τόπῳ, Πολυδ. Θ΄, 8· πόλεις ἐφορίας ἐδείμασθε Ἀριστείδ. τ. 1. σ. 219· στήλη ἐφορία Πολυδ. Θ΄, 8.

Greek Monolingual

ἐφόριος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει
2. αυτός που γίνεται στα όρια, στα σύνορααγορά εφόριος» — αγορά που γίνεται στα σύνορα, όπου οι λαοί τών γειτονικών επικρατειών συγκεντρώνονταν για αγοραπωλησίες ή για άλλο σκοπό, Επιγρ.)
3. παραμεθόριος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐφόρια
τα σύνορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὅριον (< ὅρος «σύνορο»)].

Greek Monotonic

ἐφόριος: -α, -ον (ὅρος), αυτός που βρίσκεται στα σύνορα ή στα όρια, συνοριακός, γειτονικός, παρά Δημ.

Middle Liddell

ἐφ-όριος, η, ον ὅρος
on the border or frontier, ap. Dem.