μελαμφαής: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melamfais
|Transliteration C=melamfais
|Beta Code=melamfah/s
|Beta Code=melamfah/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[whose light is blackness]], μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>518</span> (lyr.); γαίας ἐς μ. μυχούς <span class="bibl">Carc.5.3</span>.</span>
|Definition=μελαμφαές, [[whose light is blackness]], μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος E.''Hel.''518 (lyr.); γαίας ἐς μ. μυχούς Carc.5.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] ές, schwarz scheinend, dunkel, ἔρεβος, Eur. Hel. 525; Carcin. bei D. Sic. 5, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] ές, schwarz scheinend, dunkel, ἔρεβος, Eur. Hel. 525; Carcin. bei D. Sic. 5, 5.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[sombre]], [[obscur]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[φάος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμφαής:''' [[черный на вид]] ([[Ἔρεβος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαμφαής''': -ές, ὁ ἔχων μέλαιναν ὄψιν, [[μαῦρος]], [[σκοτεινός]], μελαμφαὲς οἴχεται δ’ [[Ἔρεβος]] Εὐρ. Ἑλ. 518 (λυρ.)· δῦναί τε γαίας ἐς μελαμφαεῖς μυχοὺς Καρκίνος Τραγῳδιοποιὸς παρὰ Διοδ. 5. 5.
|lstext='''μελαμφαής''': -ές, ὁ ἔχων μέλαιναν ὄψιν, [[μαῦρος]], [[σκοτεινός]], μελαμφαὲς οἴχεται δ’ [[Ἔρεβος]] Εὐρ. Ἑλ. 518 (λυρ.)· δῦναί τε γαίας ἐς μελαμφαεῖς μυχοὺς Καρκίνος Τραγῳδιοποιὸς παρὰ Διοδ. 5. 5.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[φάος]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαμφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, [[μαύρος]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]] («μελαμφαὲς οἴχεται δι' [[Ἔρεβος]] χθονὶ κρυφθείς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λαμπρο</i>-<i>φαής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=[[μελαμφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, [[μαύρος]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]] («μελαμφαὲς οἴχεται δι' [[Ἔρεβος]] χθονὶ κρυφθείς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), [[πρβλ]]. [[λαμπροφαής]], [[χρυσοφαής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελαμφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή [[ανταύγεια]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μελαμφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή [[ανταύγεια]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμφαής:''' черный на вид ([[Ἔρεβος]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελαμ-φαής, ές [[φάος]]<br />whose [[light]] is [[blackness]], Eur.
|mdlsjtxt=μελαμ-φαής, ές [[φάος]]<br />whose [[light]] is [[blackness]], Eur.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ές [[que tiene una luz tenebrosa]] de Eros ἐπικαλοῦμαί σε, ... πρωτόγονε, παντὸς κτίστα, χρυσοπτέρυγε, μελαμφαῆ <b class="b3">te invoco a ti, primer nacido, creador de todo, tú que tienes alas de oro, el de luz tenebrosa</b> P IV 1758 P IV 1774
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμφᾰής Medium diacritics: μελαμφαής Low diacritics: μελαμφαής Capitals: ΜΕΛΑΜΦΑΗΣ
Transliteration A: melamphaḗs Transliteration B: melamphaēs Transliteration C: melamfais Beta Code: melamfah/s

English (LSJ)

μελαμφαές, whose light is blackness, μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος E.Hel.518 (lyr.); γαίας ἐς μ. μυχούς Carc.5.3.

German (Pape)

[Seite 118] ές, schwarz scheinend, dunkel, ἔρεβος, Eur. Hel. 525; Carcin. bei D. Sic. 5, 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sombre, obscur.
Étymologie: μέλας, φάος.

Russian (Dvoretsky)

μελαμφαής: черный на вид (Ἔρεβος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μελαμφαής: -ές, ὁ ἔχων μέλαιναν ὄψιν, μαῦρος, σκοτεινός, μελαμφαὲς οἴχεται δ’ Ἔρεβος Εὐρ. Ἑλ. 518 (λυρ.)· δῦναί τε γαίας ἐς μελαμφαεῖς μυχοὺς Καρκίνος Τραγῳδιοποιὸς παρὰ Διοδ. 5. 5.

Spanish

que tiene una luz tenebrosa

Greek Monolingual

μελαμφαής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός («μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος χθονὶ κρυφθείς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -φαής (< φάος), πρβλ. λαμπροφαής, χρυσοφαής].

Greek Monotonic

μελαμφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή ανταύγεια, σε Ευρ.

Middle Liddell

μελαμ-φαής, ές φάος
whose light is blackness, Eur.

Léxico de magia

-ές que tiene una luz tenebrosa de Eros ἐπικαλοῦμαί σε, ... πρωτόγονε, παντὸς κτίστα, χρυσοπτέρυγε, μελαμφαῆ te invoco a ti, primer nacido, creador de todo, tú que tienes alas de oro, el de luz tenebrosa P IV 1758 P IV 1774