ἰσχνόφωνος: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(13_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischnofonos | |Transliteration C=ischnofonos | ||
|Beta Code=i)sxno/fwnos | |Beta Code=i)sxno/fwnos | ||
|Definition= | |Definition=ἰσχνόφωνον,<br><span class="bld">A</span> [[thin-voiced]], [[weak-voiced]], Phld. ''Po.''2.25, Gal.17(1).186; of Isocrates, Plu.2.837a; of [[partridge]]s, Antig.''Mir.''6; but,<br><span class="bld">II</span> [[having an impediment in one's speech]] (connected by the Greeks with [[ἴσχω]]), οἱ ἰ... ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Arist.''Pr.''903a38, cf. 895a15, 905a21, ''AB''100; ἰσχνόφωνος καὶ [[τραυλός]] [[Herodotus|Hdt.]]4.155, cf. Hp.''Epid.''1.19; ἰσχνόφωνος καὶ [[βραδύγλωσσος]] [[LXX]] ''Ex.''4.10, cf. Ezek. ''Exag.''114; also of metals, etc., χρυσὸς καὶ [[λίθος]] ὑπὸ πληρότητος ἰ. καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c: metaph., <b class="b3">ἡ φιλία ἰ. γέγονεν ἐν τῷ παρρησιάζεσθαι</b> ib.89b. Adv. [[ἰσχνοφώνως]] Zos.Alch.p.108B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] mit dünner, seiner Stimme, seinklingend; Plut. Symp. 8, 3, 2; Medic.; – im Sprechen anstoßend, stotternd, stammelnd, ἰσχν. καὶ [[τραυλός]] Her. 4, 155; Hippocr. u. Sp.; vgl. B. A. 100, 22 u. Arist. probl. 11, 35, wo es erkl. wird ὅτι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν, daher auch (z. B. von Bekk. bei Her.) [[ἰσχόφωνος]] geschrieben wird. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] mit dünner, seiner Stimme, seinklingend; Plut. Symp. 8, 3, 2; Medic.; – im Sprechen anstoßend, stotternd, stammelnd, ἰσχν. καὶ [[τραυλός]] Her. 4, 155; Hippocr. u. Sp.; vgl. B. A. 100, 22 u. Arist. probl. 11, 35, wo es erkl. wird ὅτι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν, daher auch (z. B. von Bekk. bei Her.) [[ἰσχόφωνος]] geschrieben wird. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui a la voix grêle]] <i>ou</i> faible;<br /><b>2</b> [[qui bégaie]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰσχνός]], [[φωνή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσχνόφωνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[тонкоголосый]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[заикающийся]], [[запинающийся]] Arst., Plut.: ἰ. ([[varia lectio|v.l.]] [[ἰσχόφωνος]]) καὶ τραυλὸς [[παῖς]] Her. заикающийся и шепелявящий мальчик. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰσχνόφωνος''': -ον, ἔχων λεπτήν, ἀδύνατον ἢ ὀξεῖαν φωνήν, σχεδὸν ὡς τῷ [[λεπτόφωνος]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, πρβλ. Γαλην. τ. 9, σ. 73, Πλούτ. 2. 89Β, 721C: - [[ἀλλά]], ΙΙ. ἀλλαχοῦ φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχων [[κώλυμα]] ἐν τῇ φωνῇ, δυσκολευόμενος νὰ ὁμιλήσῃ, τραυλίζων (ἐν [[ταύτῃ]] τῇ σημασίᾳ ἁρμοδιωτέρα [[λέξις]] θὰ ἦτο τὸ [[ἰσχνόφωνος]]· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα καὶ οἱ Γραμματ. ὁμοφώνως ἀποδέχονται τὸ [[ἰσχνόφωνος]], καὶ ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι οἱ ἰσχνόφωνοι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Προβλ. 11. 35, πρβλ. 10. 40., 11. 55, Α. Β. 100)· ἰσχν. καὶ τραυλὸς Ἡρόδ. 4. 155· - [[οὕτως]] ἰσχνοφωνία, Ἰων.-ίη, Ἱππ. 1040Β, Ἀριστ. Προβλ. 10. 40., 11, 30, κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσχνόφωνος]], -ον, θηλ. και -η)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη [[φωνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσχνοφώνως</i> (Α)<br />με αδύνατη [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i><br />συνδεομένη η λ. με το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «[[τραυλός]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰσχνόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει λεπτή, αδύνατη ή [[οξεία]] [[φωνή]]· αυτός που δυσκολεύεται να μιλήσει, αυτός που τραυλίζει, σε Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἰσχνόφωνος, ον [[φωνή]], checked in one's [[voice]], stuttering, stammering, Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 4 September 2023
English (LSJ)
ἰσχνόφωνον,
A thin-voiced, weak-voiced, Phld. Po.2.25, Gal.17(1).186; of Isocrates, Plu.2.837a; of partridges, Antig.Mir.6; but,
II having an impediment in one's speech (connected by the Greeks with ἴσχω), οἱ ἰ... ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Arist.Pr.903a38, cf. 895a15, 905a21, AB100; ἰσχνόφωνος καὶ τραυλός Hdt.4.155, cf. Hp.Epid.1.19; ἰσχνόφωνος καὶ βραδύγλωσσος LXX Ex.4.10, cf. Ezek. Exag.114; also of metals, etc., χρυσὸς καὶ λίθος ὑπὸ πληρότητος ἰ. καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c: metaph., ἡ φιλία ἰ. γέγονεν ἐν τῷ παρρησιάζεσθαι ib.89b. Adv. ἰσχνοφώνως Zos.Alch.p.108B.
German (Pape)
[Seite 1273] mit dünner, seiner Stimme, seinklingend; Plut. Symp. 8, 3, 2; Medic.; – im Sprechen anstoßend, stotternd, stammelnd, ἰσχν. καὶ τραυλός Her. 4, 155; Hippocr. u. Sp.; vgl. B. A. 100, 22 u. Arist. probl. 11, 35, wo es erkl. wird ὅτι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν, daher auch (z. B. von Bekk. bei Her.) ἰσχόφωνος geschrieben wird.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a la voix grêle ou faible;
2 qui bégaie.
Étymologie: ἰσχνός, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχνόφωνος:
1 тонкоголосый Plut.;
2 заикающийся, запинающийся Arst., Plut.: ἰ. (v.l. ἰσχόφωνος) καὶ τραυλὸς παῖς Her. заикающийся и шепелявящий мальчик.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνόφωνος: -ον, ἔχων λεπτήν, ἀδύνατον ἢ ὀξεῖαν φωνήν, σχεδὸν ὡς τῷ λεπτόφωνος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, πρβλ. Γαλην. τ. 9, σ. 73, Πλούτ. 2. 89Β, 721C: - ἀλλά, ΙΙ. ἀλλαχοῦ φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχων κώλυμα ἐν τῇ φωνῇ, δυσκολευόμενος νὰ ὁμιλήσῃ, τραυλίζων (ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ ἁρμοδιωτέρα λέξις θὰ ἦτο τὸ ἰσχνόφωνος· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα καὶ οἱ Γραμματ. ὁμοφώνως ἀποδέχονται τὸ ἰσχνόφωνος, καὶ ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι οἱ ἰσχνόφωνοι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Προβλ. 11. 35, πρβλ. 10. 40., 11. 55, Α. Β. 100)· ἰσχν. καὶ τραυλὸς Ἡρόδ. 4. 155· - οὕτως ἰσχνοφωνία, Ἰων.-ίη, Ἱππ. 1040Β, Ἀριστ. Προβλ. 10. 40., 11, 30, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσχνόφωνος, -ον, θηλ. και -η)
(για πρόσ.) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη φωνή
αρχ.
1. τραυλός
2. (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο.
επίρρ...
ἰσχνοφώνως (Α)
με αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος
συνδεομένη η λ. με το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «τραυλός»].
Greek Monotonic
ἰσχνόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει λεπτή, αδύνατη ή οξεία φωνή· αυτός που δυσκολεύεται να μιλήσει, αυτός που τραυλίζει, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἰσχνόφωνος, ον φωνή, checked in one's voice, stuttering, stammering, Hdt.