ὑπερήδομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperidomai
|Transliteration C=yperidomai
|Beta Code=u(perh/domai
|Beta Code=u(perh/domai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[rejoice beyond measure at]] a thing, τοῖσι χρηστηρίοισι <span class="bibl">Hdt.1.54</span>; τῷ πόματι <span class="bibl">Id.3.22</span>: c. part., <b class="b3">ἀκούων ὑπερήδετο</b> he [[rejoiced much]] at hearing, <span class="bibl">Id.1.90</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.1.31</span>: also <b class="b3">ὑ. ὅτι</b> . . ib.<span class="bibl">8.3.50</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., [[please exceedingly]], <span class="bibl">Hdn.2.3.11</span>.</span>
|Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> [[rejoice beyond measure at]] a thing, τοῖσι χρηστηρίοισι [[Herodotus|Hdt.]]1.54; τῷ πόματι Id.3.22: c. part., <b class="b3">ἀκούων ὑπερήδετο</b> he [[rejoiced much]] at hearing, Id.1.90, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.1.31: also <b class="b3">ὑ. ὅτι</b>.. ib.8.3.50.<br><span class="bld">II</span> Act., [[please exceedingly]], Hdn.2.3.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1195.png Seite 1195]] dep. pass., sich über die Maaßen freuen; τινί, über Etwas, Her. 1, 54; absolut, Luc. V. H. 1, 30; c. partic., Her. 1, 90; Xen. Cyr. 3, 1, 31; ὅτι, 8, 3, 50.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1195.png Seite 1195]] dep. pass., sich über die Maaßen freuen; τινί, über Etwas, Her. 1, 54; absolut, Luc. V. H. 1, 30; c. partic., Her. 1, 90; Xen. Cyr. 3, 1, 31; ὅτι, 8, 3, 50.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερήδομαι:''' [[чрезвычайно радоваться]]: ὑ. τινι Her. быть весьма довольным чем-л.; ὑπερήδετο ἀκούων Her., Xen. он слушал с величайшим удовольствием или чрезвычайно обрадовался, услышав.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερήδομαι''': [[ἥδομαι]] [[ὑπερβαλλόντως]], [[ὑπερχαίρω]], εὐχαριστοῦμαι ὑπερμέτρως διά τι [[πρᾶγμα]], τοῖσι χρηστηρίοισι Ἡρόδ. 1. 54· τῷ πόματι ὁ αὐτ. 3. 22· [[μετὰ]] μετοχ., ὑπερήδετο ἀκούων, πολὺ ἔχαιρεν ἀκούων, ὁ αὐτ. 1. 90, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 31· [[ὡσαύτως]], ὑπ. ὅτι... [[αὐτόθι]] 8. 3, 50. - Τὸ ἐνεργ. ὑπερήδω. προξενῶ ἡδονήν, τέρψιν, παρὰ Βασιλ. ΙΙΙ, 268C.
|lstext='''ὑπερήδομαι''': [[ἥδομαι]] [[ὑπερβαλλόντως]], [[ὑπερχαίρω]], εὐχαριστοῦμαι ὑπερμέτρως διά τι [[πρᾶγμα]], τοῖσι χρηστηρίοισι Ἡρόδ. 1. 54· τῷ πόματι ὁ αὐτ. 3. 22· μετὰ μετοχ., ὑπερήδετο ἀκούων, πολὺ ἔχαιρεν ἀκούων, ὁ αὐτ. 1. 90, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 31· [[ὡσαύτως]], ὑπ. ὅτι... [[αὐτόθι]] 8. 3, 50. - Τὸ ἐνεργ. ὑπερήδω. προξενῶ ἡδονήν, τέρψιν, παρὰ Βασιλ. ΙΙΙ, 268C.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερήδομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] υπερβολικά για, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· με μτχ., <i>ὑπερήδετο ἀκούων</i>, χάρηκε [[πολύ]] ακούγοντας, στον ίδ.
|lsmtext='''ὑπερήδομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] υπερβολικά για, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· με μτχ., <i>ὑπερήδετο ἀκούων</i>, χάρηκε [[πολύ]] ακούγοντας, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερήδομαι:''' чрезвычайно радоваться: ὑ. τινι Her. быть весьма довольным чем-л.; ὑπερήδετο ἀκούων Her., Xen. он слушал с величайшим удовольствием или чрезвычайно обрадовался, услышав.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass. to be [[overjoyed]] at, τινι Hdt.; c. [[part]]., ὑπερήδετο ἀκούων he rejoiced [[much]] at [[hearing]], Hdt.
|mdlsjtxt=<br />Pass. to be [[overjoyed]] at, τινι Hdt.; c. [[part]]., ὑπερήδετο ἀκούων he rejoiced [[much]] at [[hearing]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερήδομαι Medium diacritics: ὑπερήδομαι Low diacritics: υπερήδομαι Capitals: ΥΠΕΡΗΔΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperḗdomai Transliteration B: hyperēdomai Transliteration C: yperidomai Beta Code: u(perh/domai

English (LSJ)

Pass.,
A rejoice beyond measure at a thing, τοῖσι χρηστηρίοισι Hdt.1.54; τῷ πόματι Id.3.22: c. part., ἀκούων ὑπερήδετο he rejoiced much at hearing, Id.1.90, X.Cyr.3.1.31: also ὑ. ὅτι.. ib.8.3.50.
II Act., please exceedingly, Hdn.2.3.11.

German (Pape)

[Seite 1195] dep. pass., sich über die Maaßen freuen; τινί, über Etwas, Her. 1, 54; absolut, Luc. V. H. 1, 30; c. partic., Her. 1, 90; Xen. Cyr. 3, 1, 31; ὅτι, 8, 3, 50.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερήδομαι: чрезвычайно радоваться: ὑ. τινι Her. быть весьма довольным чем-л.; ὑπερήδετο ἀκούων Her., Xen. он слушал с величайшим удовольствием или чрезвычайно обрадовался, услышав.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερήδομαι: ἥδομαι ὑπερβαλλόντως, ὑπερχαίρω, εὐχαριστοῦμαι ὑπερμέτρως διά τι πρᾶγμα, τοῖσι χρηστηρίοισι Ἡρόδ. 1. 54· τῷ πόματι ὁ αὐτ. 3. 22· μετὰ μετοχ., ὑπερήδετο ἀκούων, πολὺ ἔχαιρεν ἀκούων, ὁ αὐτ. 1. 90, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 31· ὡσαύτως, ὑπ. ὅτι... αὐτόθι 8. 3, 50. - Τὸ ἐνεργ. ὑπερήδω. προξενῶ ἡδονήν, τέρψιν, παρὰ Βασιλ. ΙΙΙ, 268C.

Greek Monolingual

και σπάν. τ. ενεργ. ύπερήδω Α
1. μέσ. ευφραίνομαι σε μέγιστο βαθμό
2. ενεργ. προκαλώ μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἥδομαι «ευφραίνομαι, χαίρομαι»].

Greek Monotonic

ὑπερήδομαι: Παθ., χαίρομαι υπερβολικά για, τινί, σε Ηρόδ.· με μτχ., ὑπερήδετο ἀκούων, χάρηκε πολύ ακούγοντας, στον ίδ.

Middle Liddell


Pass. to be overjoyed at, τινι Hdt.; c. part., ὑπερήδετο ἀκούων he rejoiced much at hearing, Hdt.