οἰμάω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oimao
|Transliteration C=oimao
|Beta Code=oi)ma/w
|Beta Code=oi)ma/w
|Definition=([[οἴμη]]) only fut. and aor.,<br><span class="bld">A</span> [[swoop]] or [[pounce upon]], οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ' αἰετός Il.22.308, cf. 311; <b class="b3">κίρκος… οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν</b> [[swooped]] after a dove, ib.140.<br><span class="bld">2</span> abs., [[dart along]], <b class="b3">θύννοι δ' οἰμήσουσι</b> Orac. ap. Hdt.1.62.
|Definition=([[οἴμη]]) only fut. and aor.,<br><span class="bld">A</span> [[swoop]] or [[pounce upon]], οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ' αἰετός Il.22.308, cf. 311; <b class="b3">κίρκος… οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν</b> [[swooped]] after a dove, ib.140.<br><span class="bld">2</span> abs., [[dart along]], <b class="b3">θύννοι δ' οἰμήσουσι</b> Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]1.62.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰμάω Medium diacritics: οἰμάω Low diacritics: οιμάω Capitals: ΟΙΜΑΩ
Transliteration A: oimáō Transliteration B: oimaō Transliteration C: oimao Beta Code: oi)ma/w

English (LSJ)

(οἴμη) only fut. and aor.,
A swoop or pounce upon, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ' αἰετός Il.22.308, cf. 311; κίρκος… οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, ib.140.
2 abs., dart along, θύννοι δ' οἰμήσουσι Orac. ap. Hdt.1.62.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. f. οἰμήσω, et ao. épq. οἴμησα;
s'élancer avec impétuosité, fondre sur.
Étymologie: οἶμος.

German (Pape)

poet. = ὁρμάω (οἶμος), darauf losstürmen, zum Angriff; von Raubvögeln, κίρκος ῥηϊδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, Il. 22.140, auf die Taube losstürzen; οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ' αἰετός, ibd. 308, wie Od. 24.538; θῦνοι δ' οἰμήσουσι, im Orak. Her. 1.62; Hesych. erkl. δύεσθαι καὶ ὁρμᾶν. – Einzeln bei sp.D.

Russian (Dvoretsky)

οἰμάω: (только fut. οἰμήσω и aor. οἴμησα) устремляться, бросаться, кидаться (ὥστ᾽ αἰετός Hom.; θύννοι οἰμήσουσι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰμάω: (οἴμη), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, κάμνω ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 κίρκος … οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, τρέχω, σπεύδω, θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.

Greek Monolingual

οἰμάω (Α)
(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)
1. (συν. για αρπακτικά πτηνά) ορμώ, εφορμώ, χυμώκίρκος... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», Ομ. Ιλ.)
2. τρέχω, σπεύδω («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίμα].

Greek Monotonic

οἰμάω: μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ οἴμησα·
1. ορμώ με αρπακτικότητα ή επιτίθεμαι, χιμάω στη λεία μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· κίρκος οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα περιστέρι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ., ρίχνομαι, εφορμώ, τρέχω, σπεύδω, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Middle Liddell

οἰμάω,
1. to swoop or pounce upon its prey, of an eagle, Hom.; κίρκος οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, Il.
2. absol. to dart along, Orac. ap. Hdt.