ὑπνώσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Ν<br /><b>βλ.</b> [[υπνώττω]].
|mltxt=[[ὑπνώσσω]], ΝΑ, και αττ. τ. [[ὑπνώττω]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[ελαφρά]], [[λαγοκοιμάμαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αδρανώ]] [[τελείως]], δεν [[κάνω]] αυτά που [[πρέπει]] («οι αρμόδιοι υπνώττουν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νυστάζω]], αρχίζει να μέ παίρνει ο ύπνος<br /><b>2.</b> [[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσσω</i> / -<i>ώττω</i> που απαντά σε ρ. που δηλώνουν σωματική [[κατάσταση]] ή [[ασθένεια]] ([[πρβλ]]. [[λαιμώσσω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:50, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπνώσσω Medium diacritics: ὑπνώσσω Low diacritics: υπνώσσω Capitals: ΥΠΝΩΣΣΩ
Transliteration A: hypnṓssō Transliteration B: hypnōssō Transliteration C: ypnosso Beta Code: u(pnw/ssw

English (LSJ)

Att. ὑπνώττω, to be sleepy or be drowsy, ἄγαν ὑπνώσσεις A.Eu. 121, cf. 124, Hp.Epid.7.11 (v. ὑπνόω ΙΙ), Pl.R. 534c, Arist.PA653a14, Gal.4.436, 439: simply, sleep, E.Or.173 (lyr.), Cyc.454 (where Herm. ὑπνώσσῃ for ὑπνώσῃ): metaph., φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ my heart knows not sleep, A.Th.288 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1207] att. -ττω, schläfrig od. schlaftrunken sein, schlafen, Aesch. Eum. 119. 121; übertr., φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ, ruhen, Spt. 269; Eur. Or. 173; Plat. Rep. VII, 534 c.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
sommeiller, être endormi ou assoupi.
Étymologie: ὕπνος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπνώσσω: атт. ὑπνώττω
1 быть как во сне, быть сонливым Aesch., Plat. etc.;
2 спать Eur.: φόβῳ οὐχ ὑ. Aesch. не знать покоя от страха.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνώσσω: Ἀττ. -ττω, εἶμαι ὑπνηλὸς ἢ νυσταλέος, ἄγαν ὑπνώσσεις Αἰσχύλ. Εὐμ. 121, πρβλ. 124, Πλάτ. Πολ. 534C· ἁπλῶς κοιμῶμαι, Εὐριπ. Ὀρ. 173, Κύκλ. 454 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. ὑπνώσσῃ ἀντὶ -ώσῃ)· - μεταφορ., φόβῳ δ’ οὐχ ὑπνώσσει κέαρ Αἰσχύλ. Θήβ. 287.

Greek Monolingual

ὑπνώσσω, ΝΑ, και αττ. τ. ὑπνώττω Α
νεοελλ.
1. κοιμάμαι ελαφρά, λαγοκοιμάμαι
2. μτφ. αδρανώ τελείως, δεν κάνω αυτά που πρέπει («οι αρμόδιοι υπνώττουν»)
αρχ.
1. νυστάζω, αρχίζει να μέ παίρνει ο ύπνος
2. κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + κατάλ. -ώσσω / -ώττω που απαντά σε ρ. που δηλώνουν σωματική κατάσταση ή ασθένεια (πρβλ. λαιμώσσω)].

Greek Monotonic

ὑπνώσσω: Αττ. -ττω (ὕπνος), είμαι υπνηλός ή νυσταλέος, σε Αισχύλ., Πλάτ.· απλώς, κοιμάμαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

Attic -ττω ὕπνος
to be sleepy or drowsy, Aesch., Plat.: simply, to sleep, Eur.