κοιταῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1470.png Seite 1470]] im Bette liegend, gelagert, schlafend; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἄστει, auf dem Lande, in der Stadt übernachtend, Dem. 18, 37, im Psephisma; τάξας ἡμέραν ἐν ᾑ δεήσει ἐν Ἀριμίνῳ [[γενέσθαι]] κοιταίους Pol. 3, 61, 10; nach Suid. zur Schlafenszeit ankommend; τὰ κοιταῖα τοῖς νυχίοις θεοῖς ἐπισπείσαντες, den Schlaftrunk nehmen u. damit die Libation verrichten, Heliod. 3, 4; – τὸ κοιταῖον, das Lager der Thiere, Plut. Tib. Graech. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1470.png Seite 1470]] im Bette liegend, gelagert, schlafend; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἄστει, auf dem Lande, in der Stadt übernachtend, Dem. 18, 37, im Psephisma; τάξας ἡμέραν ἐν ᾑ δεήσει ἐν Ἀριμίνῳ [[γενέσθαι]] κοιταίους Pol. 3, 61, 10; nach Suid. zur Schlafenszeit ankommend; τὰ κοιταῖα τοῖς νυχίοις θεοῖς ἐπισπείσαντες, den Schlaftrunk nehmen u. damit die Libation verrichten, Heliod. 3, 4; – τὸ κοιταῖον, das Lager der Tiere, Plut. Tib. Graech. 9.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κοιταῖος''': -α, -ον, ([[κοίτη]]) ὁ ἐν τῇ κοίτῃ, ἢ ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ποίτης, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ, διέρχεσθαι τὴν νύκτα ἐν τῇ χώρᾳ, [[ψήφισμα]] παρὰ Δημ. 238. 6· κ. ἐν τόπῳ γενέσθαι, ἀφικέσθαι εἴς τινα τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης, Πολύβ. 3. 61, 10· οὕτω, κ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ κοιταῖον, = [[κοίτη]], ὁ φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9. 2) τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν, πίνειν τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]], τὸ πρὸ τοῦ ὕπνου, Ἡλιόδ. 3. 4.
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> <i>adj.</i> [[qui concerne le temps du coucher]];<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοιταῖος -α -ον [κοίτη] in bed liggend:; μηδένα... ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι dat niemand de nacht op het land doorbrengt Dem. 18.37; subst. τὸ κοιταῖον: slaapplaats, leger.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> <i>adj.</i> qui concerne le temps du coucher;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]].
|elrutext='''κοιταῖος:'''<br /><b class="num">1</b> [[спящий]], [[ночующий]] ([[κοιταῖον]] γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);<br /><b class="num">2</b> [[ночной]]: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κοιταῖος:''' -α, -ον ([[κοίτη]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[κρεβάτι]], [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ. κοιταῖον, <i>τό</i>, [[φωλιά]] άγριου θηρίου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κοιταῖος:''' -α, -ον ([[κοίτη]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[κρεβάτι]], [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ. κοιταῖον, <i>τό</i>, [[φωλιά]] άγριου θηρίου, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοιταῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[спящий]], [[ночующий]] ([[κοιταῖον]] γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[ночной]]: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.
|lstext='''κοιταῖος''': -α, -ον, ([[κοίτη]]) ὁ ἐν τῇ κοίτῃ, ἢ ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ποίτης, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ, διέρχεσθαι τὴν νύκτα ἐν τῇ χώρᾳ, [[ψήφισμα]] παρὰ Δημ. 238. 6· κ. ἐν τόπῳ γενέσθαι, ἀφικέσθαι εἴς τινα τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης, Πολύβ. 3. 61, 10· οὕτω, κ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ κοιταῖον, = [[κοίτη]], ὁ φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9. 2) τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν, πίνειν τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]], τὸ πρὸ τοῦ ὕπνου, Ἡλιόδ. 3. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=κοιταῖος -α -ον [κοίτη] in bed liggend:; μηδένα... ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι dat niemand de nacht op het land doorbrengt Dem. 18.37; subst. τὸ κοιταῖον: slaapplaats, leger.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοιταῖος]], η, ον [[κοίτη]]<br /><b class="num">1.</b> in bed, ap. Dem.<br /><b class="num">2.</b> as [[substantive]], κοιταῖον, ου, τό, the [[lair]] of a [[wild]] [[beast]], Plut.
|mdlsjtxt=[[κοιταῖος]], η, ον [[κοίτη]]<br /><b class="num">1.</b> in bed, ap. Dem.<br /><b class="num">2.</b> as [[substantive]], κοιταῖον, ου, τό, the [[lair]] of a [[wild]] [[beast]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 05:35, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιταῖος Medium diacritics: κοιταῖος Low diacritics: κοιταίος Capitals: ΚΟΙΤΑΙΟΣ
Transliteration A: koitaîos Transliteration B: koitaios Transliteration C: koitaios Beta Code: koitai=os

English (LSJ)

α, ον, (κοίτη)
A abed, κοιταῖον γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ = o pass the night in the country, Decr. ap. D.18.37; but τάξας ἡμέραν ἐν ᾗ δεήσει πάντας ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κοιταίους encamp, Plb.3.61.10; κ. ἔρχεσθαι Id.Fr.177.
II Subst., τὸ κοιταῖον = κοίτη 1.2, lair of a wild beast, Plu.TG9.
2 τὰ κοιταῖα = evening libations, τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν = take a last cup, 'night-cap', Hld.3.4.

German (Pape)

[Seite 1470] im Bette liegend, gelagert, schlafend; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἄστει, auf dem Lande, in der Stadt übernachtend, Dem. 18, 37, im Psephisma; τάξας ἡμέραν ἐν ᾑ δεήσει ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κοιταίους Pol. 3, 61, 10; nach Suid. zur Schlafenszeit ankommend; τὰ κοιταῖα τοῖς νυχίοις θεοῖς ἐπισπείσαντες, den Schlaftrunk nehmen u. damit die Libation verrichten, Heliod. 3, 4; – τὸ κοιταῖον, das Lager der Tiere, Plut. Tib. Graech. 9.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 adj. qui concerne le temps du coucher;
2 subst. τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.
Étymologie: κοίτη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιταῖος -α -ον [κοίτη] in bed liggend:; μηδένα... ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι dat niemand de nacht op het land doorbrengt Dem. 18.37; subst. τὸ κοιταῖον: slaapplaats, leger.

Russian (Dvoretsky)

κοιταῖος:
1 спящий, ночующий (κοιταῖον γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);
2 ночной: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.

Greek Monolingual

κοιταῖος, -αία, -ον (AM) κοίτη
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῖον
(για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη
αρχ.
1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι
2. φρ. α) «κοιταῖος γίγνομαι»
i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ χώρα κοιταῖον γίγνεσθαι», Δημοσθ.)
ii) φθάνω κατά την ώρα του ύπνου ή, κατά δ. ερμ., κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω
β) «τὰ κοιταῖα ἐπισπένδω» — πίνω το τελευταίο ποτήρι πριν κοιμηθώ.

Greek Monotonic

κοιταῖος: -α, -ον (κοίτη
1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, παρά Δημ.
2. ως ουσ. κοιταῖον, τό, φωλιά άγριου θηρίου, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κοιταῖος: -α, -ον, (κοίτη) ὁ ἐν τῇ κοίτῃ, ἢ ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ποίτης, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ, διέρχεσθαι τὴν νύκτα ἐν τῇ χώρᾳ, ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 6· κ. ἐν τόπῳ γενέσθαι, ἀφικέσθαι εἴς τινα τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης, Πολύβ. 3. 61, 10· οὕτω, κ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ κοιταῖον, = κοίτη, ὁ φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9. 2) τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν, πίνειν τὸ τελευταῖον ποτήριον, τὸ πρὸ τοῦ ὕπνου, Ἡλιόδ. 3. 4.

Middle Liddell

κοιταῖος, η, ον κοίτη
1. in bed, ap. Dem.
2. as substantive, κοιταῖον, ου, τό, the lair of a wild beast, Plut.