πολλαπλασιασμός: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΝΜΑ [[πολλαπλασιάζω]]<br />[[αύξηση]] [[κατά]] [[ποσότητα]] ή [[μέγεθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> μία από τις θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής η οποία γίνεται [[μεταξύ]] δύο αριθμών, του <i>πολλαπλασιαστέου</i> και του <i>πολλαπλασιαστή</i>, και [[κατά]] την οποία σχηματίζεται [[τρίτος]] που καλείται <i>γινόμενο</i> και εκφράζει επί πόσες μονάδες που ορίζουν τον πολλαπλασιαστή επαναλήφθηκε ο [[πολλαπλασιαστέος]]<br /><b>2.</b> [[διαιώνιση]] του είδους, [[αναπαραγωγή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολλαπλασιασμός]] νετρονίων»<br /><b>φυσ.</b> [[διαδικασία]] [[κατά]] την οποία ένα [[νετρόνιο]] παράγει [[κατά]] [[μέσον]] όρο περισσότερα του ενός νετρόνια όταν απορροφάται από ένα [[μέσο]] που περιέχει σχάσιμα νουκλίδια<br />β) «[[παράγοντας]] πολλαπλασιασμού» ή «[[συντελεστής]] πολλαπλασιασμού» — ο [[λόγος]] του συνολικού αριθμού τών παραγόμενων [[μέσα]] σε δεδομένο χρόνο νετρονίων ως [[αποτέλεσμα]] πυρηνικών σχάσεων σε ένα [[μέσο]] που περιέχει σχάσιμα νουκλίδια [[προς]] τον συνολικό αριθμό τών νετρονίων που εξαφανίζονται [[κατά]] το ίδιο [[χρονικό]] [[διάστημα]] και στο ίδιο [[μέσο]] λόγω απορροφήσεων ή διαφυγών. | |mltxt=ὁ, ΝΜΑ [[πολλαπλασιάζω]]<br />[[αύξηση]] [[κατά]] [[ποσότητα]] ή [[μέγεθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> μία από τις θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής η οποία γίνεται [[μεταξύ]] δύο αριθμών, του <i>πολλαπλασιαστέου</i> και του <i>πολλαπλασιαστή</i>, και [[κατά]] την οποία σχηματίζεται [[τρίτος]] που καλείται <i>γινόμενο</i> και εκφράζει επί πόσες μονάδες που ορίζουν τον πολλαπλασιαστή επαναλήφθηκε ο [[πολλαπλασιαστέος]]<br /><b>2.</b> [[διαιώνιση]] του είδους, [[αναπαραγωγή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολλαπλασιασμός]] νετρονίων»<br /><b>φυσ.</b> [[διαδικασία]] [[κατά]] την οποία ένα [[νετρόνιο]] παράγει [[κατά]] [[μέσον]] όρο περισσότερα του ενός νετρόνια όταν απορροφάται από ένα [[μέσο]] που περιέχει σχάσιμα νουκλίδια<br />β) «[[παράγοντας]] πολλαπλασιασμού» ή «[[συντελεστής]] πολλαπλασιασμού» — ο [[λόγος]] του συνολικού αριθμού τών παραγόμενων [[μέσα]] σε δεδομένο χρόνο νετρονίων ως [[αποτέλεσμα]] πυρηνικών σχάσεων σε ένα [[μέσο]] που περιέχει σχάσιμα νουκλίδια [[προς]] τον συνολικό αριθμό τών νετρονίων που εξαφανίζονται [[κατά]] το ίδιο [[χρονικό]] [[διάστημα]] και στο ίδιο [[μέσο]] λόγω απορροφήσεων ή διαφυγών. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[multiplication]]=== | |||
Arabic: ضَرْب, جُدَاء; Armenian: բազմապատկում; Bashkir: ҡабатлау; Belarusian: множанне; Bulgarian: умножение; Catalan: multiplicació; Cebuano: pagpilo-pilo; Chinese Mandarin: 乘法; Czech: násobení; Danish: multiplikation; Dutch: [[vermenigvuldigen]]; Esperanto: multiplikado, multipliko; Estonian: korrutamine; Finnish: kertolasku; French: [[multiplication]]; Georgian: გამრავლება; German: [[Multiplikation]]; Greek: [[πολλαπλασιασμός]]; Ancient Greek: [[πολλαπλασιασμός]]; Hindi: गुणा; Hungarian: szorzás; Icelandic: margföldun; Italian: [[moltiplicazione]]; Japanese: 掛け算, 乗法; Korean: 곱셈, 승법(乘法), 곱하기; Latvian: reizināšana; Lithuanian: daugyba; Macedonian: множење; Malay: pendaraban; Manx: yl-raghey; Maori: whakareanga; Mongolian Cyrillic: үржүүлэх үйлдэл, үржих үйлдэл; Mongolian: ᠦᠷᠡᠵᠢᠭᠦᠯᠬᠦ; ᠦᠶᠢᠯᠡᠳᠦᠯ, ᠦᠷᠡᠵᠢᠬᠦ; ᠦᠶᠢᠯᠡᠳᠦᠯ; Nogai: керелев; Norwegian Bokmål: multiplikasjon; Nynorsk: multiplikasjon; Pashto: ضرب; Persian: ضَرْب, بَسشُماری; Polish: mnożenie; Portuguese: [[multiplicação]]; Romanian: multiplicare, înmulțire, multiplicație; Russian: [[умножение]]; Serbo-Croatian Cyrillic: мно̀же̄ње; Roman: mnòžēnje; Slovak: násobenie; Slovene: množenje; Spanish: [[multiplicación]]; Swedish: multiplikation; Tagalog: palaramihan, pagpaparami; Telugu: గుణకారము; Turkish: çarpma, çarpma işlemi; Ukrainian: множення; Urdu: ضَرْب; Uzbek: koʻpaytirish, koʻpaytirish; Vietnamese: phép nhân; West Frisian: fermannichfâldiging | |||
}} | }} |
Revision as of 14:58, 30 October 2023
English (LSJ)
ὁ, multiplication, Plu.2.388c, Gal.7.509, Procl. in Euc.p.151 F.
German (Pape)
[Seite 658] ὁ, = Vorigem, Sp.; Multiplication, Plut. de εἰ ap. D. 8.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
multiplication.
Étymologie: πολλαπλάσιος.
Ant. διαίρεσις.
Russian (Dvoretsky)
πολλαπλᾰσιασμός: ὁ умножение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλᾰσιασμός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 388C, κτλ.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΜΑ πολλαπλασιάζω
αύξηση κατά ποσότητα ή μέγεθος
νεοελλ.
1. μαθημ. μία από τις θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής η οποία γίνεται μεταξύ δύο αριθμών, του πολλαπλασιαστέου και του πολλαπλασιαστή, και κατά την οποία σχηματίζεται τρίτος που καλείται γινόμενο και εκφράζει επί πόσες μονάδες που ορίζουν τον πολλαπλασιαστή επαναλήφθηκε ο πολλαπλασιαστέος
2. διαιώνιση του είδους, αναπαραγωγή
3. φρ. α) «πολλαπλασιασμός νετρονίων»
φυσ. διαδικασία κατά την οποία ένα νετρόνιο παράγει κατά μέσον όρο περισσότερα του ενός νετρόνια όταν απορροφάται από ένα μέσο που περιέχει σχάσιμα νουκλίδια
β) «παράγοντας πολλαπλασιασμού» ή «συντελεστής πολλαπλασιασμού» — ο λόγος του συνολικού αριθμού τών παραγόμενων μέσα σε δεδομένο χρόνο νετρονίων ως αποτέλεσμα πυρηνικών σχάσεων σε ένα μέσο που περιέχει σχάσιμα νουκλίδια προς τον συνολικό αριθμό τών νετρονίων που εξαφανίζονται κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και στο ίδιο μέσο λόγω απορροφήσεων ή διαφυγών.
Translations
multiplication
Arabic: ضَرْب, جُدَاء; Armenian: բազմապատկում; Bashkir: ҡабатлау; Belarusian: множанне; Bulgarian: умножение; Catalan: multiplicació; Cebuano: pagpilo-pilo; Chinese Mandarin: 乘法; Czech: násobení; Danish: multiplikation; Dutch: vermenigvuldigen; Esperanto: multiplikado, multipliko; Estonian: korrutamine; Finnish: kertolasku; French: multiplication; Georgian: გამრავლება; German: Multiplikation; Greek: πολλαπλασιασμός; Ancient Greek: πολλαπλασιασμός; Hindi: गुणा; Hungarian: szorzás; Icelandic: margföldun; Italian: moltiplicazione; Japanese: 掛け算, 乗法; Korean: 곱셈, 승법(乘法), 곱하기; Latvian: reizināšana; Lithuanian: daugyba; Macedonian: множење; Malay: pendaraban; Manx: yl-raghey; Maori: whakareanga; Mongolian Cyrillic: үржүүлэх үйлдэл, үржих үйлдэл; Mongolian: ᠦᠷᠡᠵᠢᠭᠦᠯᠬᠦ; ᠦᠶᠢᠯᠡᠳᠦᠯ, ᠦᠷᠡᠵᠢᠬᠦ; ᠦᠶᠢᠯᠡᠳᠦᠯ; Nogai: керелев; Norwegian Bokmål: multiplikasjon; Nynorsk: multiplikasjon; Pashto: ضرب; Persian: ضَرْب, بَسشُماری; Polish: mnożenie; Portuguese: multiplicação; Romanian: multiplicare, înmulțire, multiplicație; Russian: умножение; Serbo-Croatian Cyrillic: мно̀же̄ње; Roman: mnòžēnje; Slovak: násobenie; Slovene: množenje; Spanish: multiplicación; Swedish: multiplikation; Tagalog: palaramihan, pagpaparami; Telugu: గుణకారము; Turkish: çarpma, çarpma işlemi; Ukrainian: множення; Urdu: ضَرْب; Uzbek: koʻpaytirish, koʻpaytirish; Vietnamese: phép nhân; West Frisian: fermannichfâldiging