εὐπρόσδεκτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efprosdektos | |Transliteration C=efprosdektos | ||
|Beta Code=eu)pro/sdektos | |Beta Code=eu)pro/sdektos | ||
|Definition= | |Definition=εὐπρόσδεκτον, [[acceptable]], Ep.Rom.15.16,31; τοῖς πολλοῖς Plu.2.801c; [[εὐχή]], [[θυσία]], Porph.''Marc.''24, Sch.Ar.''Pax''1054; <b class="b3">ὥσπερ οὐκ εὐ.</b> (''[[sc.]]'' [[ὄν]]) c. inf., Phld. ''Rh.Supp.''p.7S. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à admettre, acceptable | |btext=ος, ον :<br />facile à admettre, acceptable;<br />[[NT]]: bien reçu, accepté ; agréable ; favorable;<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[προσδέχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:40, 15 November 2023
English (LSJ)
εὐπρόσδεκτον, acceptable, Ep.Rom.15.16,31; τοῖς πολλοῖς Plu.2.801c; εὐχή, θυσία, Porph.Marc.24, Sch.Ar.Pax1054; ὥσπερ οὐκ εὐ. (sc. ὄν) c. inf., Phld. Rh.Supp.p.7S.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à admettre, acceptable;
NT: bien reçu, accepté ; agréable ; favorable;
Étymologie: εὖ, προσδέχομαι.
German (Pape)
annehmlich, angenehm, NT, Plut. reip. ger. pr. 4 und andere Spätere; gut aufgenommen, Schol. Ar. Pax 1052.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρόσδεκτος:
1 легко допустимый, приемлемый (τινι Plut., NT);
2 благоприятный (καιρός NT).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσδεκτος: -ον, ὃν εὐχαρίστως δέχεταί τις, Πλούτ. 2. 801C, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 16, 31, κτλ.
English (Strong)
from εὖ and a derivative of προσδέχομαι; well-received, i.e. approved, favorable: acceptable(-ted).
English (Thayer)
ἐυπροσδεκτον (εὖ and προσδέχομαι), well-received, accepted, acceptable: τίνι, Plutarch, praecept. rei publ. ger. c. 4,17, p. 801c.; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσδεκτος, -ον)
αυτὸς που γίνεται ευχάριστα δεκτός, ο καλόδεχτος («ευπρόσδεκτη δωρεά»).
επίρρ...
ευπρόσδεκτα και ευπροσδέκτως (ΑΜ εὐπροσδέκτως)
με ευπρόσδεκτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-δεκτός (< προσ-δέχομαι)].
Greek Monotonic
εὐπρόσδεκτος: -ον (προσδέχομαι), αποδεκτός.
Middle Liddell
εὐ-πρόσδεκτος, ον προσδέχομαι
acceptable.
Chinese
原文音譯:eÙprÒsdektoj 由-普羅士-得克拖士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:好-向著-(可)領受(的)
字義溯源:悅納的,可接受的,蒙悅納的,認可的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(προσδέχομαι)=容納)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (προσδέχομαι)又由(πρός)=向著)與(δέχομαι)*=領受)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前)。比較: (δεκτός)=認可的,悅納的。參讀 (ἀπόδεκτος)同義字
同源字:1) (δέχομαι)領受 2) (εὐπρόσδεκτος)悅納的
出現次數:總共(5);羅(2);林後(2);彼前(1)
譯字彙編:
1) 所悅納的(1) 彼前2:5;
2) 蒙悅納的(1) 林後8:12;
3) 是悅納的(1) 林後6:2;
4) 悅納(1) 羅15:31;
5) 蒙悅納(1) 羅15:16
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό εὖ + προσδέχομαι (πρός + δέχομαι). Δές στό δέχομαι γιά ἄλλα παράγωγα.