συνομιλέω: Difference between revisions
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />être en relation avec, avoir commerce avec, τινι;<br / | |btext=-ῶ :<br />être en relation avec, avoir commerce avec, τινι;<br />[[NT]]: parler avec ; converser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁμιλέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 07:45, 15 November 2023
English (LSJ)
converse with, μετά τινος Ceb.13; τινι Act.Ap.10.27.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être en relation avec, avoir commerce avec, τινι;
NT: parler avec ; converser.
Étymologie: σύν, ὁμιλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνομιλέω [συνόμιλος] converseren (met), met dat.
German (Pape)
[ῑ], mit, zugleich umgehen, τινί, mit Einem, NT.
Russian (Dvoretsky)
συνομῑλέω: беседовать (τινι NT).
English (Strong)
from σύν and ὁμιλέω; to converse mutually: talk with.
English (Thayer)
συνομίλω; to talk with: τίνι, one, to hold conversation with (Cebes (399 B.C.>) tab. 13; Josephus, b. j. 5,13, 1), Epiphanius, Tzetzes.)
Greek Monotonic
συνομῑλέω: μέλ. -ήσω, συζητώ, συνδιαλέγομαι με κάποιον, τινί, σε Καινή Διαθήκη
Greek Monolingual
συνομιλῶ, συνομιλέω, ΝΜΑ, και συνομελώ Α ὁμιλῶ
συζητώ
μσν.-αρχ.
συναναστρέφομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνομῑλέω: ὡς καὶ νῦν, ὁμιλῶ μετά τινος, μετά τινος Κέβης 13· τινι Πράξ. Ἀποστ. ιϳ, 27· δι’ ἑρμηνέως δὲ αὐτοῖς πολλὰ συνομιλήσας Τζέτζ. Ἱστ. 3. 377.
Middle Liddell
fut. ήσω
to converse with, τινί NTest.
Chinese
原文音譯:sunomilšw 尋-翁-衣累哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-願意-舉起
字義溯源:互相交談,交談著,彼此說話;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ὁμιλέω)=與人為伍)組成,其中 (ὁμιλέω)出自 (ὅμιλος)=結交,而 (ὅμιλος)又由(ὁμοῦ)=相同)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成,其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 交談著(1) 徒10:27