ψευδοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1394.png Seite 1394]] ὁ, falscher Lehrer, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1394.png Seite 1394]] ὁ, falscher Lehrer, [[NT|N.T.]]
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:40, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδοδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: ψευδοδιδάσκαλος Low diacritics: ψευδοδιδάσκαλος Capitals: ΨΕΥΔΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: pseudodidáskalos Transliteration B: pseudodidaskalos Transliteration C: psevdodidaskalos Beta Code: yeudodida/skalos

English (LSJ)

ὁ, false teacher, 2 EP.Petr.2.1.

German (Pape)

[Seite 1394] ὁ, falscher Lehrer, N.T.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
faux maître, faux docteur.
Étymologie: ψευδής, διδάσκαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδοδιδάσκαλος -ου, ὁ [ψευδής, διδάσκαλος] valse leermeester. NT.

Russian (Dvoretsky)

ψευδοδῐδάσκᾰλος:лжеучитель NT.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοδῐδάσκαλος: ὁ, ψευδὴς διδάσκαλος, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 1, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 390C.

English (Strong)

from ψευδής and διδάσκαλος; a spurious teacher, i.e. propagator of erroneous Christian doctrine: false teacher.

English (Thayer)

ψευδοδιδασκαλου, ὁ (ψευδής and διδάσκαλος), a false teacher: 2 Peter 2:1.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
δόλιος δάσκαλος, άτομο που σκόπιμα εμφανίζει το ψέμα σαν αλήθεια («ψευδοπροφῆται... καὶ ψευδοδιδάσκαλοι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + διδάσκαλος.

Greek Monotonic

ψευδοδῐδάσκᾰλος: ὁ, ψευδής διδάσκαλος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ψευδο-δῐδάσκᾰλος, ὁ,
a false teacher, NTest.

Chinese

原文音譯:yeudodid£skaloj 普修多-笛打士卡羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:假-教(者)
字義溯源:假教師,假師傅;由(ψευδής)=不真實)與(διδάσκαλος)=教師)組成,其中 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)=撒謊),而 (διδάσκαλος)出自(διδάσκω)=教), (διδάσκω)出自(δαπάνη)Y*=學)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 假教師(1) 彼後2:1