τελεόμηνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=teleominos
|Transliteration C=teleominos
|Beta Code=teleo/mhnos
|Beta Code=teleo/mhnos
|Definition=ον, [[with full complement of months]], <b class="b3">τ. ἄροτος</b>, i.e. [[a full twelvemonth]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>824</span> (lyr.); <b class="b3">τέκνα τ</b>. children [[born after the full number of months]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>585a20</span>.
|Definition=τελεόμηνον, [[with full complement of months]], τ. [[ἄροτος]], i.e. [[a full twelvemonth]], S.''Tr.''824 (lyr.); <b class="b3">τέκνα τ.</b> [[children]] [[born after the full number of months]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''585a20.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τελειόμηνος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[τέλειος]] ως [[προς]] τον αριθμό τών μηνών που απαιτούνται («[[τελεόμηνος]] [[δωδέκατος]] [[ἄροτος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει συμπληρώσει τους μήνες της κυοφορίας («τελεόμηνον [[τέκνον]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλειος]] / [[τέλεος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνoς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δωδεκά</i>-<i>μηνος</i>].
|mltxt=και [[τελειόμηνος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[τέλειος]] ως [[προς]] τον αριθμό τών μηνών που απαιτούνται («[[τελεόμηνος]] [[δωδέκατος]] [[ἄροτος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει συμπληρώσει τους μήνες της κυοφορίας («τελεόμηνον [[τέκνον]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλειος]] / [[τέλεος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνoς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i>), [[πρβλ]]. [[δωδεκάμηνος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 22:37, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεόμηνος Medium diacritics: τελεόμηνος Low diacritics: τελεόμηνος Capitals: ΤΕΛΕΟΜΗΝΟΣ
Transliteration A: teleómēnos Transliteration B: teleomēnos Transliteration C: teleominos Beta Code: teleo/mhnos

English (LSJ)

τελεόμηνον, with full complement of months, τ. ἄροτος, i.e. a full twelvemonth, S.Tr.824 (lyr.); τέκνα τ. children born after the full number of months, Arist.HA585a20.

German (Pape)

[Seite 1085] mit vollen, vollendeten Monden; ἄροτος, das durch die wiederkehrende Pflügezeit bezeichnete Jahr, Soph. Tr. 824; – τέκνον, ein vollkommen reifes, ausgetragenes Kind, das seine volle Zahl von Monaten hat, Arist. H. A. 7, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a son nombre de mois révolu.
Étymologie: τέλεος, μήν².

Russian (Dvoretsky)

τελεόμηνος:
1 содержащий полное число месяцев, т. е. целый, круглый (ἄροτος Soph.);
2 доношенный (τέκνον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τελεόμηνος: -ον, ὁ τέλειος ὡς πρὸς τὸν ἀπαιτούμενον ἀριθμὸν τῶν μηνῶν, ὁ συμπληρώσας τὸ δωδεκάμηνον διάστημα τοῦ ἔτους, ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος, ὁπότε ἤθελον τελειώσῃ τὰ δώδεκα ἐκ τελείων μηνῶν ἔτη, Σοφ. Τρ. 824· τέκνον τ., γεννηθὲν μετὰ συμπλήρωσιν τοῦ ὡρισμένου ἀριθμοῦ μηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 20.

Greek Monolingual

και τελειόμηνος, -ον, Α
1. τέλειος ως προς τον αριθμό τών μηνών που απαιτούνται («τελεόμηνος δωδέκατος ἄροτος», Σοφ.)
2. αυτός που έχει συμπληρώσει τους μήνες της κυοφορίας («τελεόμηνον τέκνον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + -μηνoς (< μήν, μηνός), πρβλ. δωδεκάμηνος].

Greek Monotonic

τελεόμηνος: -ον (μήν), αυτός που συμπλήρωσε το δωδεκάμηνο διάστημα του έτους, τελεόμηνος ἄροτος, δηλ. ένα πλήρες δωδεκάμηνο, σε Σοφ.

Middle Liddell

τελεό-μηνος, ον, [μήν]
with full complement of months, τ. ἄροτος, i. e. a full twelvemonth, Soph.