ἀντίβιος: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[βία]<br />opposing [[force]] to [[force]], | |mdlsjtxt=[βία]<br />opposing [[force]] to [[force]], [[ἀντιβίοις ἐπέεσσι]] = [[with wrangling words]], Hom.:—neut. as adv. = [[ἀντιβίην]], Il. | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=αὐτός πού ἀντιτάσσει [[βία]] ἐνάντια στή [[βία]]). Ἀπό τό [[ἀντί]] + [[βία]]. Ἀπό ἐδῶ καί τό ἐπίρρ. [[ἀντιβίην]] (=[[ἐνάντια]], [[κατά]] πρόσωπο). | |mantxt=(=αὐτός πού ἀντιτάσσει [[βία]] ἐνάντια στή [[βία]]). Ἀπό τό [[ἀντί]] + [[βία]]. Ἀπό ἐδῶ καί τό ἐπίρρ. [[ἀντιβίην]] (=[[ἐνάντια]], [[κατά]] πρόσωπο). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:49, 11 December 2023
English (LSJ)
ἀντιβία, ἀντίβιον, also ος, ον: (βία):—
A opposing force to force: as adjective in Hom. only in the phrase ἀντιβίοις ἐπέεσσι with wrangling words, Il.1.304, Od.18.415, etc.; ἀντίβιος ὅμιλος hostile, Tryph.624.
b Subst., enemy, Jul.Caes.319b (anap.), Nonn. D. 2.508, al., Opp.H.5.114.
2 as adverb, ἀντίβιον, = ἀντιβίην (facing, in front of), ἀντίβιον μαχέσασθαι Il.3.20; Μενελάῳ ἀντίβιον.. πολεμίζειν ib.435; εἰ μὲν ἀντίβιον.. πειρηθείης 11.386.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον Nonn.D.39.394]
1 enfrentado, hostil τώ γ' ἀντιβίοισι μαχεσσαμένω ἐπέεσσιν Il.1.304, ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος Od.18.415, ἀντίβιος ὅμιλος Triph.624, νηυσὶ δ' ἐπ' ἀντιβίοισιν ἐπέτρεχε Nonn.D.39.394
•subst. enemigo ἀντιβίοισι τύραννε h.Mart.8.5, ἀντιβίους κακὰ πόλλ' ἔρξαι Iul.Caes.319b, κατ' ἀντιβίοιο δὲ πέμπων ἠθάδα πυρσόν Nonn.D.2.508, ὅτε ἀντιβίοισι ἐμπελάσῃ Opp.H.5.114.
2 adv. ἀντίβιον = frente a frente μαχέσασθαι Il.3.20, Μενελάῳ ἀ. ... πολεμίζειν Il.3.435, εἰ μὲν ... πειρηθείης Il.11.386.
German (Pape)
[Seite 250] (βία), Gewalt gegen, Gewalt setzend, entgegenkämpfend, Hom. ἀντιβίοισιν ἐπέεσσι μάχεσθαι, καθάπτεσθαι, Il. 1, 304 Od. 18, 415; adverbial, ἀντίβιον μάχεσθαι Il. 3, 20 u. öfter; ἀντιβίᾳ in Prosa.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adverse, contraire ; adv. • ἀντίβιον IL en face ; acc. fém. ion. • ἀντιβίην IL en face de, contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, βία.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίβιος: враждебный, неприязненный (ἔπεα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίβιος: -α, -ον, ὡσαύτως -ος, ον (βία): ὁ ἀντιτάσσων βίαν ἐναντίον βίας: ὡς ἐπίθ. παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἀντιβίοισι μαχησαμένῳ ἐπέεσσιν, «ἐναντίοις, ὅ ἐστι στασιαστικοῖς λόγοις» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 304, Ὀδ. Σ. 415, κτλ· οὕτως, ἀντ. ὅμιλος, ἐχθρικός, Τρυφ. 624. 2) ὡς ἐπίρρ., ἀντίβιον = ἀντιβίην, ἀντ. μαχέσασθαι Ἰλ. Γ. 20· Μενελάῳ ἀντίβιον ... πολεμίζειν αὐτ. 435· εἰ μὲν δὴ ἀντίβιον ... πειρηθείης Λ. 386.
English (Autenrieth)
(βίη): hostile, only ἀντιβιοις ἐπέεσσι, Il. 1. 304, Od. 18.415; adv., ἀντίβιον, with verbs of combating, Il. 3.20,, Il. 11.386; also ἀντιβίην, *a 278, Il. 5.220. (Both adverbs only in Il.)
Greek Monolingual
ἀντίβιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) βία
1. αυτός που αντιτάσσει βία στη βία
2. εχθρικός
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀντίβιον
αντιβίην.
Greek Monotonic
ἀντίβῐος: -α, -ον και -ος, -ον (βία), αυτός που αντιτάσσει βία στη βία, ἀντιβίοις ἐπέεσσι, με φιλέριδα λόγια, σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ. = ἀντιβίην, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[βία]
opposing force to force, ἀντιβίοις ἐπέεσσι = with wrangling words, Hom.:—neut. as adv. = ἀντιβίην, Il.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἀντιτάσσει βία ἐνάντια στή βία). Ἀπό τό ἀντί + βία. Ἀπό ἐδῶ καί τό ἐπίρρ. ἀντιβίην (=ἐνάντια, κατά πρόσωπο).