ἀλαλία: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀλαλία]]) (Ν και αλαλιά) [[ἄλαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έλλειψη]] λαλιάς, φωνής, απόλυτη [[σιωπή]], «[[βουβαμάρα]]»<br /><b>αρχ.</b><br />[[πονηρία]], [[αταξία]]. | |mltxt=η (Α [[ἀλαλία]]) (Ν και αλαλιά) [[ἄλαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έλλειψη]] λαλιάς, φωνής, απόλυτη [[σιωπή]], «[[βουβαμάρα]]»<br /><b>αρχ.</b><br />[[πονηρία]], [[αταξία]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[speechlessness]]=== | |||
Afrikaans: spraakloosheid; Esperanto: senparoleco, muteco; German: [[Sprachlosigkeit]], [[Stummheit]]; Ancient Greek: [[ἀλογία]], [[ἀλογίη]], [[ἀμφασίη]], [[ἀναυδία]], [[ἀναυδίη]], [[ἀφασία]], [[ἀφθογγία]], [[ἀφωνία]], [[ἀφωνίη]], [[ἀλαλία]] | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 28 January 2024
English (LSJ)
ἡ, = πονηρία, ἀταξία, badness, confusion, S.Fr.232.
Spanish (DGE)
(ἀλᾰλία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
sent. dud., quizá desorden, indisciplina o bien bajeza, cobardía s. cont., S.Fr.198c.
German (Pape)
[Seite 89] ἡ, Soph. frg. 220, = πονηρία, ἀταξία, nach Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαλία: ἡ = πονηρία, ἀταξία, Σοφ. Ἀποσπ. 220 ἐκ τοῦ Ἡσυχ.
Greek Monolingual
η (Α ἀλαλία) (Ν και αλαλιά) ἄλαλος
νεοελλ.
έλλειψη λαλιάς, φωνής, απόλυτη σιωπή, «βουβαμάρα»
αρχ.
πονηρία, αταξία.