εὐδαιμονίζω: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[εὐδαιμονίζω]]) [[ευδαίμων]]<br />[[θεωρώ]] ή [[ονομάζω]] κάποιον ευτυχή, [[μακαρίζω]] («εὐδαιμόνιζε παῑδα σήν», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=(ΑM [[εὐδαιμονίζω]]) [[ευδαίμων]]<br />[[θεωρώ]] ή [[ονομάζω]] κάποιον ευτυχή, [[μακαρίζω]] («εὐδαιμόνιζε παῖδα σήν», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:30, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδαιμονίζω Medium diacritics: εὐδαιμονίζω Low diacritics: ευδαιμονίζω Capitals: ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΖΩ
Transliteration A: eudaimonízō Transliteration B: eudaimonizō Transliteration C: evdaimonizo Beta Code: eu)daimoni/zw

English (LSJ)

call or account happy, εὐδαιμόνιζε παῖδα σήν E.Tr.268, cf. X.Mem.2.7.7, Arist.EN1096a2, etc.; τὴν πόλιν Isoc.8.83: c. gen. rei, οὐ… μοίρας εὐδαιμονίσαι πρώτης for his eminent fortune, S.OC144, cf. Pl.R. 516c, al.; αὑτὸν εὐδαιμονιεῖ τῆς περιουσίας D.21.109, cf. 19.67; εὐ. τινὰ ὑπέρ τινος X.An.1.7.3 (s.v.l.); ἐπί τινι D.18.260; διά τι Luc. Nigr.23:—Pass., διά τι Pl.R. 465d,al.

German (Pape)

[Seite 1060] glücklich preisen, schätzen, τινὰ μοίρας, wegen seines Schicksals, Soph. O. C. 142; Eur. Tr. 268; τοὺς ἀνθρώπους τῶν ἀγαθῶν Plat. Conv. 184 e, wie Crit. 43 b u. Folgde, z. B. Dem. 19, 67; ὑπέρ τινος, Xen. An. 1, 7, 3, wo jedoch wohl mit Krüger ὑπέρ zu streichen; ἐπί τινι, Luc. Merc. cond. 7; διά τι, Nigr. 23. – Bei Ath. IV, 130 d = εὐδαιμονέω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., fut. et ao.
juger ou proclamer heureux, acc..
Étymologie: εὐδαίμων.

Russian (Dvoretsky)

εὐδαιμονίζω: (только praes., fut. и aor.) называть или считать счастливым (τινά Eur., Xen., Isocr., Arst., τινά τινος Soph., Plat., Dem., Luc., τινὰ ὑπέρ τινος Xen., τινὰ ἐπί τινι Dem., Luc. и τινὰ διά τι Luc.); pass. именоваться или слыть счастливым (πρὸς πάντων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐδαιμονίζω: θεωρῶ ἢ καλῶ τινα εὐτυχῆ, μακαρίζω, εὐδαιμόνιζε παῖδα σὴν Εὐρ. Τρῳ. 268, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2, 7, 7, Ἰσοκρ. 175D, κλ.· μετὰ γεν. πράγμ., οὐ πάνυ μοίρας εὐδαιμονίσαι, οὐχὶ ἐκ τῶν πολὺ ἀξίων μακαρισμοῦ διὰ τὴν τύχην του, Σοφ. Ο. Κ. 144, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 516C, 518Β, Συμπ. 194Ε· αὑτὸν εὐδαιμονιεῖ τῆς περιουσίας Δημ. 550. 20, πρβλ. 362. 12· εὐδ. τινὰ ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 3· ἐπί τινι Δημ. 314. 2· διά τι Λουκ. Νιγρ. 23. ― Παθ., Πλάτ. Πολ. 465D, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

(ΑM εὐδαιμονίζω) ευδαίμων
θεωρώ ή ονομάζω κάποιον ευτυχή, μακαρίζω («εὐδαιμόνιζε παῖδα σήν», Ευρ.).

Greek Monotonic

εὐδαιμονίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (εὐδαίμων), αποκαλώ ή λογαριάζω κάποιον ευτυχισμένο, μακαρίζω, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.· με γεν., μοίρας, για την τύχη του, σε Σοφ.· ὑπέρ τινος, σε Ξεν.· ἐπί τινι, σε Δημ.

Middle Liddell

εὐδαιμονίζω, εὐδαίμων
to call or account happy, Eur., Xen., etc.; c. gen., μοίρας for his fortune, Soph.; ὑπέρ τινος Xen.; ἐπί τινι Dem.