πυκνίτης: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
m (Text replacement - "ί¯" to "ῑ́") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πυκνῑ́της | ||
|Medium diacritics=πυκνίτης | |Medium diacritics=πυκνίτης | ||
|Low diacritics=πυκνίτης | |Low diacritics=πυκνίτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyknitis | |Transliteration C=pyknitis | ||
|Beta Code=pukni/ths | |Beta Code=pukni/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[assembled in the Pnyx]], [[δῆμος]] πυκνίτης Ar.Eq.42: fem. [[πυκνῖτις]], [[from the Pnyx]], [[κονία]] IG22.1672.199. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />habitué de la Pnyx.<br />'''Étymologie:''' [[Πνύξ]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[habitué de la Pnyx]].<br />'''Étymologie:''' [[Πνύξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, θηλ. | |mltxt=ὁ, θηλ. πυκνῖτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα<br /><b>2.</b> αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («[[ἀκράχολος]] Δῆμος [[πυκνίτης]], δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από την Πνύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πνύξ]], <i>Πυκνός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[Πνύξ]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[Ταρταρίτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:46, 6 February 2024
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, assembled in the Pnyx, δῆμος πυκνίτης Ar.Eq.42: fem. πυκνῖτις, from the Pnyx, κονία IG22.1672.199.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, att. = πνυκίτης, sich in der πνύξ versammelnd, δῆμος, Dind. Ar. Equ. 42.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitué de la Pnyx.
Étymologie: Πνύξ.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. πυκνῖτις, -ίτιδος, Α
1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα
2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.)
3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ. Πνύξ) + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. Ταρταρίτης)].
Greek Monotonic
πυκνίτης: [ῐ], -ου, ὁ, αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα (για συνέλευση), σε Αριστοφ., πρβλ. πνύξ.
Russian (Dvoretsky)
πυκνίτης: ου (ῑ) adj. m собирающийся (обычно) в Пниксе (δῆμος Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυκνίτης -ου [Πύκνα] op de Pnyx vergaderend:. δῆμος π. het volk dat op de Pnyx vergadert Aristoph. Eq. 42.