δενδρόφυτος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=planted with trees, Plut. | |mdlsjtxt=planted with trees, Plut. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[woody]]=== | |||
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: [[boisé]]; Galician: boscoso; Greek: [[δασώδης]], [[δασωμένος]]; Ancient Greek: [[ἀλσώδης]], [[βησσήεις]], [[δασύς]], [[δασώδης]], [[δενδρήεις]], [[δενδροφόρος]], [[δενδρόφυτος]], [[δενδρώδης]], [[δρυμῶδες]], [[δρυμώδης]], [[δρυόεις]], [[δρυωτός]], [[ἔνυλος]], [[καταλσής]], [[ναπῶδες]], [[ναπώδης]], [[ξυλῶδες]], [[ξυλώδης]], [[ὑλήεις]], [[ὑλῶδες]], [[ὑλώδης]]; German: [[bewaldet]], [[waldig]]; Hungarian: erdős; Italian: [[boscoso]]; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: [[boscoso]]; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 6 February 2024
English (LSJ)
δενδρόφυτον,
A planted with trees, χώρα Plu.Cam.16, cf. PRyl.427.
II πέτρα δ. a kind of agate, with tree-like marks, Orph.L.232.
Spanish (DGE)
(δενδρόφῠτος) -ον
1 plantado de árboles, boscoso χώρα Plu.Cam.16, cf. PRyl.427.29 (II/III d.C.), ὄρη Tz.Comm.Ar.2.449.3.
2 que se formó como árbol, arbóreo δ. πέτρη ágata arbórea Orph.L.232, cf. δενδρήεις 3 y δενδραχάτης.
German (Pape)
[Seite 546] 1) mit Bäumen bewachsen, Plut. Cam. 16. – 2) πέτρα, ein Stein mit Abdrücken von Bäumen u. Pflanzen, Orph. Lith. 230.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
planté d'arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον, φύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δενδρόφυτος -ον [δένδρον, φύω] met bomen beplant.
Russian (Dvoretsky)
δενδρόφῠτος: поросший деревьями (χώρα Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δενδρόφυτος, -ον)
(για τόπους) κατάφυτος, δενδροφυτεμένος
αρχ.
«πέτρα δενδρόφυτος» — είδος αχάτη με κλαδωτές γραμμές στην επιφάνεια.
Greek Monotonic
δενδρόφῠτος: -ον, περιοχή στην οποία έχουν φυτευθεί δέντρα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρόφυτος: -ον, πεφυτευμένος δένδροις, κατάφυτος, χώρα Πλούτ. Καμ. 16. ΙΙ. πέτρα δ., εἶδος ἀχάτου λίθου φέροντος σημεῖά τινα ὅμοια πρὸς δένδρα, Ὀρφ. Λιθ. 230.
Middle Liddell
planted with trees, Plut.
Translations
woody
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog