νήϊος: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=niios | |Transliteration C=niios | ||
|Beta Code=nhi+os | |Beta Code=nhi+os | ||
|Definition=η, ον, Dor. [[νάϊος]], α, ον (as always in Trag., cf. [[δάϊος]], [[γάϊος]]), also ος, ον | |Definition=η, ον, Dor. [[νάϊος]], α, ον (as always in Trag., cf. [[δάϊος]], [[γάϊος]]), also ος, ον [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''279,336: ([[ναῦς]]):—[[of a ship]] or [[for a ship]], <b class="b3">δόρυ ν.</b> [[ship]]-[[timber]], Od.9.384, etc.: without [[δόρυ]], Il.3.62, 13.391; ν. ξύλα Hes.''Op.''808; ν. δοῦρα A.R.2.79; [[νήϊα]] alone, [[oar]]s, Nic.''Th.''814; ἄνδρες νάϊοι A.''Supp.''719; <b class="b3">στόλος νάϊος</b> the [[ship]]'s [[course]], ib.2 (anap.); <b class="b3">ναΐοισιν ἐμβολαῖς</b> Id.''Pers.''ll.cc.; <b class="b3">γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας</b>, i.e. the [[seamen]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''357 (lyr.); <b class="b3">ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα</b>, i.e. a [[ship]], E.''Med.'' 1122, ''IT''409 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> naval, nautique;<br /><b>2</b> propre à la construction d'un navire.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> [[naval]], [[nautique]];<br /><b>2</b> [[propre à la construction d'un navire]].<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:30, 17 February 2024
English (LSJ)
η, ον, Dor. νάϊος, α, ον (as always in Trag., cf. δάϊος, γάϊος), also ος, ον A.Pers.279,336: (ναῦς):—of a ship or for a ship, δόρυ ν. ship-timber, Od.9.384, etc.: without δόρυ, Il.3.62, 13.391; ν. ξύλα Hes.Op.808; ν. δοῦρα A.R.2.79; νήϊα alone, oars, Nic.Th.814; ἄνδρες νάϊοι A.Supp.719; στόλος νάϊος the ship's course, ib.2 (anap.); ναΐοισιν ἐμβολαῖς Id.Pers.ll.cc.; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, i.e. the seamen, S.Aj.357 (lyr.); ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα, i.e. a ship, E.Med. 1122, IT409 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 251] auch 2 Endgn, zum Schiffe gehörig; δόρυ νήϊον, ein zum Schiffbau brauchbarer Balken, Schiffsbauholz, Il. 3, 62. 15, 410 Od. 9, 384; auch ohne δόρυ, Il. 13, 391. 16, 487; νήϊα ξύλα, Hes. O. 810; νήϊα, Ruder, Nic. Th. 814; ἄνδρες νήϊοι, Schiffer, Aesch. Suppl. 700; ναΐοισιν ἐμβολαῖς, Pers. 271; στόλον νάϊον, der Zug der Schiffe, Suppl. 2. Vgl. νάϊος u. s. Lob. zu Phryn. 432.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 naval, nautique;
2 propre à la construction d'un navire.
Étymologie: ναῦς.
Russian (Dvoretsky)
νήϊος: дор. νάϊος 3 и 2 (ᾱ)
1 пригодный для судостроения, корабельный (δόρυ Hom.; ξύλα Hes.);
2 судовой, корабельный (ἐμβολαί Aesch.);
3 мореходный, морской (στόλος Aesch.): ἄνδρες νήϊοι Aesch. моряки.
Greek (Liddell-Scott)
νήϊος: -η, -ον, Δωρ. νάϊος, -α, -ον, ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγ. (πρβλ. δάϊος, γάϊος) Dind. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· ὡσαύτως ος, ον Αἰσχύλ. Πέρσ. 279, 336· (ναῦς)· - ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλοῖον, δόρυ νήϊον, «ξύλον πρὸς κατασκευὴν νηῶν ἐπιτήδειον» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 62, Ὀδ. Ι. 384, κτλ.· ὡσαύτως δόρυ, Ἰλ. Ν. 391· οὕτω, νήϊα ξύλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 806· ν. δοῦρα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 79· ὡσαύτως ἄνδρες νάϊοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· στόλος νάϊος αὐτόθι 2· ναΐοισιν ἐμβολαῖς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνης, δηλ. ναῦται, Σοφ. Αἴ. 356· ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα, πλοῖον, Εὐρ. Μήδ. 1122, Ι. Τ. 410.
Greek Monolingual
νήϊος, -ΐη, -ον θηλ. και -ος, αττ. τ. νεῖος, -α, -ον, δωρ. τ. νάϊος, -ΐα, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλοίο ή που είναι κατάλληλος για την κατασκευή πλοίου («νήϊα ξύλα», Ησίοδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νήϊα
κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + κατάλ. -ιος (πρβλ. γάιος, δάιος). Ο αττ. τ. νεῖος < ναῦς, νεός / νεώς.
Greek Monotonic
νήϊος: -η, -ον (ναῦς), Δωρ. και Τραγ. νάϊος, -α, -ον, επίσης, -ος, -ον· αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε πλοίο· δόρυ νήϊον ή νήϊον (μόνο του), ξύλο κατάλληλο για κατασκευή πλοίου, σε Όμηρ.