ἄσθμα: Difference between revisions
ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asthma | |Transliteration C=asthma | ||
|Beta Code=a)/sqma | |Beta Code=a)/sqma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[short-drawn breath]], [[panting]], ἄσθμα καὶ ἱδρώς Il. 15.241; <b class="b3">ἀργαλέῳ ἄσθματι</b> ib.10; [[ὑπ' ἄσθματος κενοί]] = [[exhausted]] [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''484; ἄσθματι στρευγόμενος Tim.''Pers.''93; ὑπὸ ἄσθματος [[ἀδυνατεῖν]] Pl.''R.'' 568d, cf. 556d; as symptom of [[anger]], Phld.''Ir.''p.27 W.; [[death rattle]], Pi.''N.''10.74.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[asthma]], Hp.''Aph.''3.22(pl.), etc.<br><span class="bld">III</span> [[breath]], [[breathing]], Mosch.3.53, Luc.''DDeor.''11.2, Philum.''Ven.''36.3; [[blast]], ἀρκτῴοις ἄσθμασι ''AP''9.677 (Agath.); ἄσθμα φλογός Coluth.179; κεραυνοῦ [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 1.2. (On the accent v. Hdn.Gr.1.522.) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ἆσθμα]], -ματος, τό<br /><b class="num">• Grafía:</b> frec. edd. [[ἄσθμα]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[respiración dificultosa]], [[jadeo]], [[falta de aliento]] ἆ. καὶ ἰδρώς <i>Il</i>.15.241, ἀργαλέῳ ἔχετ' ἄσθματι <i>Il</i>.15.10, 16.109, ὑπ' ἄσθματος κενοί A.<i>Pers</i>.484, ἄσθματι στρευγόμενος Tim.15.82, ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατοῦσα πορεύεσθαι Pl.<i>R</i>.568d, ἆ. τῶν χίλια δεδραμηκότων στάδια Phld.<i>Ir</i>.8.38, τὸ ἄ. γινόμενον συνεχὲς ἐκ τοῦ καμάτου D.C.<i>Epit</i>.9.1.14<br /><b class="num">•</b>[[estertor de la muerte]] ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν Pi.<i>N</i>.10.74.<br /><b class="num">2</b> medic. [[asma]] Hp.<i>Aph</i>.3.22.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[respiración]], [[aliento]] Mosch.3.53, Luc.<i>DDeor</i>.19.2, Philum.<i>Ven</i>.36.3, Q.S.11.384, σοῦ τὸ ἆ. Philostr.<i>Ep</i>.38, τὸ ἄ. (αὐτῆς) ἡδύ Aristaenet.1.12.21, οὐλοὸν ἆ. A.R.2.85, ἰσχυρὸν ἆ. D.Chr.36.47, ἆ. τεταγμένον καὶ μέτριον Ast.Am.<i>Hom</i>.14.2.5<br /><b class="num">•</b>de donde en plu. [[resuello]] ἀρκτώοις ἄσθμασι <i>AP</i> 9.677 (Agath.)<br /><b class="num">•</b>[[soplo]] οἷον ὑπ' ἄσθματος Plu.2.77a, τὸ συνεκπίπτον ἆ. Plu.2.99b, fig. ἐν ἄσθματι θυμοῦ <i>Meropis</i> 3, de la inspiración poética πνεῦσον ἐμοὶ τεὸν ἆ. Nonn.<i>D</i>.25.261, cf. Anon. hex. en <i>POxy</i>.3537re.5.<br /><b class="num">2</b> [[ráfaga]] πυρός <i>AP</i> 7.210 (Antip.), φλογός Colluth.178, κεραυνοῦ Nonn.<i>D</i>.1.2<br /><b class="num">•</b>en plu. [[exhalaciones]], [[vapores]] de un río νοτεροῖς ἄσθμασιν <i>AP</i> 9.244 (Apollonid.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> De *ἀν-σθμα prob. rel. c. [[ἄνεμος]] de una raíz *<i>H2en-H2</i> ‘[[soplar]]’ y un suf. -σθμα c. una σ de oscura interpr. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἄσθμα]] και [[ἆσθμα]])<br /><b>ιατρ.</b> η [[ασθένεια]], το [[άσθμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πνοή]], η [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> η ισχυρή [[πνοή]], το δυνατό [[φύσημα]] (ζώου ή του ανέμου)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λαχάνιασμα]]<br /><b>2.</b> ο [[επιθανάτιος]] [[ρόγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[άσθμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>άνσθμα</i>, που ανάγεται στην ΙΕ. [[ρίζα]] <i>an</i>(<i>∂</i>)- «[[φυσώ]], [[πνέω]]» του τ. [[άνεμος]]. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό [[επίθημα]] -<i>mņ</i>, το οποίο στην Ελληνική [[συχνά]] εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό ( | |mltxt=το (AM [[ἄσθμα]] και [[ἆσθμα]])<br /><b>ιατρ.</b> η [[ασθένεια]], το [[άσθμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πνοή]], η [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> η ισχυρή [[πνοή]], το δυνατό [[φύσημα]] (ζώου ή του ανέμου)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λαχάνιασμα]]<br /><b>2.</b> ο [[επιθανάτιος]] [[ρόγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[άσθμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>άνσθμα</i>, που ανάγεται στην ΙΕ. [[ρίζα]] <i>an</i>(<i>∂</i>)- «[[φυσώ]], [[πνέω]]» του τ. [[άνεμος]]. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό [[επίθημα]] -<i>mņ</i>, το οποίο στην Ελληνική [[συχνά]] εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό ([[πρβλ]]. [[ίθμα]]), ενώ το -<i>σ</i>- του τ. παραμένει ανεξήγητο ([[πρβλ]]. [[ισθμός]]). Επίσης αμφισβητείται η [[ποσότητα]] του <i>α</i>- που παραδίδεται και ως μακρό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασθμαίνω]], [[ασθματικός]], [[ασθματώδης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[short-drawn breath]], [[panting]], as medic. term [[asthma]] (Il.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unclear. <b class="b3">-θμα</b> is known as a suffix (cf. <b class="b3">ἴ-θμα</b>), but derivation from <b class="b2">h₂enh₁-</b> [[breathe]] in [[ἄνεμος]] seems impossible: it would give <b class="b3">ἀνε-</b> (also as the result of zero grade <b class="b2">*h₂nh₁-</b>). For the <b class="b3">-σ-</b> cf. <b class="b3">ἰ-σθμός</b>. Chantr. gives the difficult comment: "dans le cas de [[ἄσθμα]] le [[σ]] donne une certaine valeur d'harmonie imitative." If he means that it is onomatopoetic, this could be supposed for the (whole) root <b class="b3">ἀσ-</b>. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ἄσθμα''': {ásthma}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[schweres]], [[kurzes Atmen]], [[Keuchen]], als mediz. Terminus [[Asthma]] (ion. poet. seit Il.).<br />'''Derivative''': Davon das von den Medizinern gebrauchte Adj. [[ἀσθματικός]], vereinzelt [[ἀσθματίας]], [[ἀσθματώδης]]; ferner das Denominativum [[ἀσθμαίνω]] [[schwer atmen]], [[keuchen]] (seit Il.); daneben die späte Bildung [[ἀσθμάζω]] (''AB''); unsicher [[ἀσθμάομαι]] (Pap., vgl. Kapsomenakis Voruntersuchungen 26 A. 4), wovon immerhin [[ἄσθμησις]] (Gloss.).<br />'''Etymology''' : Die Bildung von [[ἄσθμα]] ist im einzelnen etwas unklar. Jedenfalls ist es eine θμα-Ableitung (vgl. [[ἴθμα]] usw.), wahrscheinlich von ''an''(''ə'')- [[atmen]] in [[ἄνεμος]] (s. d.). In der so gewonnenen Grundform *ἄνσθμα (vgl. die Literatur bei Schwyzer 337) bleibt das -σ- noch zu rechtfertigen; vgl. indessen [[ἰσθμός]]; ähnlich lat. ''hālāre'' [[hauchen]], falls nach geläufiger Auffassung aus *''an''-''slā''- (denominativ). — Ältere Erklärungen bei Bq.<br />'''Page''' 1,161-162 | |ftr='''ἄσθμα''': {ásthma}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[schweres]], [[kurzes Atmen]], [[Keuchen]], als mediz. Terminus [[Asthma]] (ion. poet. seit Il.).<br />'''Derivative''': Davon das von den Medizinern gebrauchte Adj. [[ἀσθματικός]], vereinzelt [[ἀσθματίας]], [[ἀσθματώδης]]; ferner das Denominativum [[ἀσθμαίνω]] [[schwer atmen]], [[keuchen]] (seit Il.); daneben die späte Bildung [[ἀσθμάζω]] (''AB''); unsicher [[ἀσθμάομαι]] (Pap., vgl. Kapsomenakis Voruntersuchungen 26 A. 4), wovon immerhin [[ἄσθμησις]] (Gloss.).<br />'''Etymology''': Die Bildung von [[ἄσθμα]] ist im einzelnen etwas unklar. Jedenfalls ist es eine θμα-Ableitung (vgl. [[ἴθμα]] usw.), wahrscheinlich von ''an''(''ə'')- [[atmen]] in [[ἄνεμος]] (s. d.). In der so gewonnenen Grundform *ἄνσθμα (vgl. die Literatur bei Schwyzer 337) bleibt das -σ- noch zu rechtfertigen; vgl. indessen [[ἰσθμός]]; ähnlich lat. ''hālāre'' [[hauchen]], falls nach geläufiger Auffassung aus *''an''-''slā''- (denominativ). — Ältere Erklärungen bei Bq.<br />'''Page''' 1,161-162 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 17 February 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A short-drawn breath, panting, ἄσθμα καὶ ἱδρώς Il. 15.241; ἀργαλέῳ ἄσθματι ib.10; ὑπ' ἄσθματος κενοί = exhausted A.Pers.484; ἄσθματι στρευγόμενος Tim.Pers.93; ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατεῖν Pl.R. 568d, cf. 556d; as symptom of anger, Phld.Ir.p.27 W.; death rattle, Pi.N.10.74.
II Medic., asthma, Hp.Aph.3.22(pl.), etc.
III breath, breathing, Mosch.3.53, Luc.DDeor.11.2, Philum.Ven.36.3; blast, ἀρκτῴοις ἄσθμασι AP9.677 (Agath.); ἄσθμα φλογός Coluth.179; κεραυνοῦ Nonn. D. 1.2. (On the accent v. Hdn.Gr.1.522.)
Spanish (DGE)
ἆσθμα, -ματος, τό
• Grafía: frec. edd. ἄσθμα
I 1respiración dificultosa, jadeo, falta de aliento ἆ. καὶ ἰδρώς Il.15.241, ἀργαλέῳ ἔχετ' ἄσθματι Il.15.10, 16.109, ὑπ' ἄσθματος κενοί A.Pers.484, ἄσθματι στρευγόμενος Tim.15.82, ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατοῦσα πορεύεσθαι Pl.R.568d, ἆ. τῶν χίλια δεδραμηκότων στάδια Phld.Ir.8.38, τὸ ἄ. γινόμενον συνεχὲς ἐκ τοῦ καμάτου D.C.Epit.9.1.14
•estertor de la muerte ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν Pi.N.10.74.
2 medic. asma Hp.Aph.3.22.
II 1respiración, aliento Mosch.3.53, Luc.DDeor.19.2, Philum.Ven.36.3, Q.S.11.384, σοῦ τὸ ἆ. Philostr.Ep.38, τὸ ἄ. (αὐτῆς) ἡδύ Aristaenet.1.12.21, οὐλοὸν ἆ. A.R.2.85, ἰσχυρὸν ἆ. D.Chr.36.47, ἆ. τεταγμένον καὶ μέτριον Ast.Am.Hom.14.2.5
•de donde en plu. resuello ἀρκτώοις ἄσθμασι AP 9.677 (Agath.)
•soplo οἷον ὑπ' ἄσθματος Plu.2.77a, τὸ συνεκπίπτον ἆ. Plu.2.99b, fig. ἐν ἄσθματι θυμοῦ Meropis 3, de la inspiración poética πνεῦσον ἐμοὶ τεὸν ἆ. Nonn.D.25.261, cf. Anon. hex. en POxy.3537re.5.
2 ráfaga πυρός AP 7.210 (Antip.), φλογός Colluth.178, κεραυνοῦ Nonn.D.1.2
•en plu. exhalaciones, vapores de un río νοτεροῖς ἄσθμασιν AP 9.244 (Apollonid.).
• Etimología: De *ἀν-σθμα prob. rel. c. ἄνεμος de una raíz *H2en-H2 ‘soplar’ y un suf. -σθμα c. una σ de oscura interpr.
Greek Monolingual
το (AM ἄσθμα και ἆσθμα)
ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα
αρχ.-μσν.
1. η πνοή, η αναπνοή
2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου)
αρχ.
1. το λαχάνιασμα
2. ο επιθανάτιος ρόγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα an(∂)- «φυσώ, πνέω» του τ. άνεμος. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό επίθημα -mņ, το οποίο στην Ελληνική συχνά εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό (πρβλ. ίθμα), ενώ το -σ- του τ. παραμένει ανεξήγητο (πρβλ. ισθμός). Επίσης αμφισβητείται η ποσότητα του α- που παραδίδεται και ως μακρό.
ΠΑΡ. ασθμαίνω, ασθματικός, ασθματώδης].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: short-drawn breath, panting, as medic. term asthma (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unclear. -θμα is known as a suffix (cf. ἴ-θμα), but derivation from h₂enh₁- breathe in ἄνεμος seems impossible: it would give ἀνε- (also as the result of zero grade *h₂nh₁-). For the -σ- cf. ἰ-σθμός. Chantr. gives the difficult comment: "dans le cas de ἄσθμα le σ donne une certaine valeur d'harmonie imitative." If he means that it is onomatopoetic, this could be supposed for the (whole) root ἀσ-.
Frisk Etymology German
ἄσθμα: {ásthma}
Grammar: n.
Meaning: schweres, kurzes Atmen, Keuchen, als mediz. Terminus Asthma (ion. poet. seit Il.).
Derivative: Davon das von den Medizinern gebrauchte Adj. ἀσθματικός, vereinzelt ἀσθματίας, ἀσθματώδης; ferner das Denominativum ἀσθμαίνω schwer atmen, keuchen (seit Il.); daneben die späte Bildung ἀσθμάζω (AB); unsicher ἀσθμάομαι (Pap., vgl. Kapsomenakis Voruntersuchungen 26 A. 4), wovon immerhin ἄσθμησις (Gloss.).
Etymology: Die Bildung von ἄσθμα ist im einzelnen etwas unklar. Jedenfalls ist es eine θμα-Ableitung (vgl. ἴθμα usw.), wahrscheinlich von an(ə)- atmen in ἄνεμος (s. d.). In der so gewonnenen Grundform *ἄνσθμα (vgl. die Literatur bei Schwyzer 337) bleibt das -σ- noch zu rechtfertigen; vgl. indessen ἰσθμός; ähnlich lat. hālāre hauchen, falls nach geläufiger Auffassung aus *an-slā- (denominativ). — Ältere Erklärungen bei Bq.
Page 1,161-162