καταιβάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=καταιβάτης
|Full diacritics=καταιβᾰ́της
|Medium diacritics=καταιβάτης
|Medium diacritics=καταιβάτης
|Low diacritics=καταιβάτης
|Low diacritics=καταιβάτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataivatis
|Transliteration C=kataivatis
|Beta Code=kataiba/ths
|Beta Code=kataiba/ths
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, a name of Zeus as <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">descending in thunder and lightning</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>42</span>, <span class="bibl">Clearch.9</span>, Lyc.1370, <span class="title">IG</span>2.1659b, 12(3).1360 (Thera), 1093 (Melos), <span class="title">BCH</span>50.245 (Thasos), Ἀρχ.Ἐφ.1924.146 (Thess.), <span class="bibl">Paus.5.14.10</span>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>9</span>: applied by Athenian flattery to Demetrius, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>10</span>; also <b class="b3">κ. κεραυνός, σκηπτός</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>361</span>, Lyc.382. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of Hermes, <b class="b2">who led souls down</b> to the nether world, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>649</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> of [[Ἀχέρων]], <b class="b2">that to which one descends, downward</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>1360</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> of a person, <b class="b2">descending underground</b>, <span class="bibl">Dam. <span class="title">Isid.</span>131</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> <b class="b3">καταιβάται, οἱ</b>, members of a thiasos of worshippers of Dionysus, <span class="title">Inscr.Magn.</span>215a36.--In these senses the form [[καταβάτης]] never occurs; cf. [[καταιβάσιος]], [[καταιβάτις]], etc.</span>
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, a name of Zeus as<br><span class="bld">A</span> [[descending in thunder and lightning]], Ar.''Pax''42, Clearch.9, Lyc.1370, ''IG''2.1659b, 12(3).1360 (Thera), 1093 (Melos), ''BCH''50.245 (Thasos), Ἀρχ.Ἐφ.1924.146 (Thess.), Paus.5.14.10, Corn.''ND''9: applied by Athenian [[flattery]] to [[Demetrius]], Plu.''Demetr.''10; also καταιβάτης [[κεραυνός]], [[σκηπτός]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''361, Lyc.382.<br><span class="bld">2</span> of [[Hermes]], [[who led souls down]] to the [[nether world]], Sch.Ar.''Pax''649.<br><span class="bld">3</span> of [[Ἀχέρων]], [[that to which one descends]], [[downward]], E.''Ba.''1360.<br><span class="bld">4</span> of a person, [[descending underground]], Dam. ''Isid.''131.<br><span class="bld">5</span> [[καταιβάται]], οἱ, members of a [[thiasos]] of worshippers of [[Dionysus]], ''Inscr.Magn.''215a36.—In these senses the form [[καταβάτης]] never occurs; cf. [[καταιβάσιος]], [[καταιβάτις]], etc.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[qui lance la foudre]];<br /><b>2</b> [[qui tombe sur la terre]] <i>en parl. de la foudre</i>.<br />'''Étymologie:''' *καταιβαίνω, c. [[καταβαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταιβάτης -ου [καταβαίνω] als adj. [[neerdalend]], [[neerschietend]]:; κ. κεραυνός neerschietende bliksem Aeschl. PV 359; ook kom. [[epithet]] van Zeus. neerwaarts stromend:. καταιβάτης Ἀχέρων deAcheron die naar de onderwereld leidt Eur. Ba. 1361.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, p. = [[καταβάτης]], <i>der [[Herabsteigende]], [[Herabfahrende]]</i>, bes. [[Beiwort]] des in [[Blitz]] und [[Donner]] niederfahrenden Zeus, Ar. <i>Pax</i> 42; Ath. XII.522f und Sp., wie Lycophr. 1370; [[καταιβάτης]] [[κεραυνός]] Aesch. <i>Prom</i>. 359, wie [[σκηπτός]] Lycophr. 382; auch [[Hermes]], der die [[Toten]] in den [[Hades]] hinabführt, hieß so bei den Athenern und Rhodiern, nach <i>Schol. Ar. Pax</i> 649. – [[Beiname]] des [[Demetrius]], Plut. <i>Demetr</i>. 10. – Auch des Acheron, zu dem man hinabsteigt od. hinabfährt, Eur. <i>Bacch</i>. 1358, und des [[Apollon]], s. [[καταιβάσιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταιβάτης:''' (βᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[мечущий молнии]] ([[Ζεύς]] Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[низвергающийся]], [[стремительный]] ([[κεραυνός]] Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[ведущий в подземное царство]] ([[Ἀχέρων]] Eur.);<br /><b class="num">4</b> [[сходящий с колесницы]] (сакральное прозвище Деметрия Полиоркета) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταιβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς καταβαίνοντος ἐν βρονταῖς καὶ ἀστραπαῖς, ὁ Jupiter Elicius τῶν Ρωμαίων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 42, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 522F, Λυκόφρ. 1370, Παυσ. 5. 14, 10, Κορνοῦτος περὶ Θ. Φύσ. 9·― ὠσαύτως ἐπὶ τῆς βροντῆς [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 359, Λυκόφρ. 382· ― ἀπεδίδετο ὑπὸ τῶν κολάκων Ἀθηναίων εἰς τὸν Δημήτριον, Πλουτ. Δημήτρ. 10. 2) ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ [[ὅστις]] ὡδηγεῖ τὰς ψυχὰς εἰς τὸν ᾍδην, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 649. 3) ἐπὶ τοῦ Ἀχέροντος, ὁ καταβαίνων ὑπὸ τὴν γῆν διὰ καταβόθρας. Εὐρ. Βάκχ. 1360.― Ἐπὶ τούτων τῶν ἐννοιῶν ὁ [[τύπος]] [[καταβάτης]] [[οὐδέποτε]] ἀπαντᾷ· πρβλ. [[καταιβάσιος]], [[καταιβάτις]], κτλ.
|lstext='''καταιβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς καταβαίνοντος ἐν βρονταῖς καὶ ἀστραπαῖς, ὁ Jupiter Elicius τῶν Ρωμαίων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 42, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 522F, Λυκόφρ. 1370, Παυσ. 5. 14, 10, Κορνοῦτος περὶ Θ. Φύσ. 9·― ὠσαύτως ἐπὶ τῆς βροντῆς [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 359, Λυκόφρ. 382· ― ἀπεδίδετο ὑπὸ τῶν κολάκων Ἀθηναίων εἰς τὸν Δημήτριον, Πλουτ. Δημήτρ. 10. 2) ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ [[ὅστις]] ὡδηγεῖ τὰς ψυχὰς εἰς τὸν ᾍδην, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 649. 3) ἐπὶ τοῦ Ἀχέροντος, ὁ καταβαίνων ὑπὸ τὴν γῆν διὰ καταβόθρας. Εὐρ. Βάκχ. 1360.― Ἐπὶ τούτων τῶν ἐννοιῶν ὁ [[τύπος]] [[καταβάτης]] [[οὐδέποτε]] ἀπαντᾷ· πρβλ. [[καταιβάσιος]], [[καταιβάτις]], κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui lance la foudre;<br /><b>2</b> qui tombe sur la terre <i>en parl. de la foudre</i>.<br />'''Étymologie:''' *καταιβαίνω, c. [[καταβαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταιβάτης]], ὁ θηλ. [[καταιβάτις]] (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη<br /><b>3.</b> (επίθ. του Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει [[κάτω]] από τη γη με [[καταβόθρα]]<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατεβαίνει [[κάτω]] από τη γη<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ καταιβάται</i><br />[[μέλη]] θιάσου, λάτρεις του Διονύσου<br /><b>7.</b> <b>το θηλ.</b> α) απότομη, απόκρημνη, [[κατωφερής]]<br />β) αυτή που κατεβάζει («σελήνην [[καταιβάτις]]» — αυτή που κατεβάζει με [[μάγια]] το [[φεγγάρι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταί]] (ποιητ. τ. του [[κατά]]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-[[βάτης]], <i>παρα</i>-[[βάτης]].
|mltxt=[[καταιβάτης]], ὁ θηλ. [[καταιβάτις]] (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη<br /><b>3.</b> (επίθ. του Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει [[κάτω]] από τη γη με [[καταβόθρα]]<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατεβαίνει [[κάτω]] από τη γη<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ καταιβάται</i><br />[[μέλη]] θιάσου, λάτρεις του Διονύσου<br /><b>7.</b> <b>το θηλ.</b> α) απότομη, απόκρημνη, [[κατωφερής]]<br />β) αυτή που κατεβάζει («σελήνην [[καταιβάτις]]» — αυτή που κατεβάζει με [[μάγια]] το [[φεγγάρι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταί]] (ποιητ. τ. του [[κατά]]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[επιβάτης]], [[παραβάτης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταιβάτης:''' [ᾰ], ποιητ. αντί [[καταβάτης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[καταβαίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[επίθετο]] του [[Δία]] που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές, σε Αριστοφ.· επίσης λέγεται για τον κεραυνό του, [[κάθετος]], αυτός που εξακοντίζεται, επιρρίπτεται, εκτοξεύεται, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον <i>Ἀχέροντα</i>, αυτός πάνω στον οποίο κατεβαίνει [[κανείς]], [[καθοδικός]], [[κατηφορικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''καταιβάτης:''' [ᾰ], ποιητ. αντί [[καταβάτης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[καταβαίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[επίθετο]] του [[Δία]] που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές, σε Αριστοφ.· επίσης λέγεται για τον κεραυνό του, [[κάθετος]], αυτός που εξακοντίζεται, επιρρίπτεται, εκτοξεύεται, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον <i>Ἀχέροντα</i>, αυτός πάνω στον οποίο κατεβαίνει [[κανείς]], [[καθοδικός]], [[κατηφορικός]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταιβάτης -ου [καταβαίνω] als adj. neerdalend, neerschietend:; κ. κεραυνός neerschietende bliksem Aeschl. PV 359; ook kom. epith. van Zeus. neerwaarts stromend:. καταιβάτης Ἀχέρων deAcheron die naar de onderwereld leidt Eur. Ba. 1361.
}}
{{elru
|elrutext='''καταιβάτης:''' (βᾰ)<br /><b class="num">1)</b> мечущий молнии ([[Ζεύς]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> низвергающийся, стремительный ([[κεραυνός]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> ведущий в подземное царство ([[Ἀχέρων]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> сходящий с колесницы (сакральное прозвище Деметрия Полиоркета) Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=poet. for [[καταβάτης]] [[καταβαίνω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[name]] of [[Zeus]] as descending in [[thunder]] and [[lightning]], Ar.:—also of his [[thunder]], descending, hurled [[down]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of [[Ἀχέρων]], that to [[which]] one descends, [[downward]], Eur.
|mdlsjtxt=poet. for [[καταβάτης]] [[καταβαίνω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[name]] of [[Zeus]] as descending in [[thunder]] and [[lightning]], Ar.:—also of his [[thunder]], descending, hurled [[down]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of [[Ἀχέρων]], that to [[which]] one descends, [[downward]], Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[swooping]]
}}
}}

Latest revision as of 21:46, 24 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιβᾰ́της Medium diacritics: καταιβάτης Low diacritics: καταιβάτης Capitals: ΚΑΤΑΙΒΑΤΗΣ
Transliteration A: kataibátēs Transliteration B: kataibatēs Transliteration C: kataivatis Beta Code: kataiba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, a name of Zeus as
A descending in thunder and lightning, Ar.Pax42, Clearch.9, Lyc.1370, IG2.1659b, 12(3).1360 (Thera), 1093 (Melos), BCH50.245 (Thasos), Ἀρχ.Ἐφ.1924.146 (Thess.), Paus.5.14.10, Corn.ND9: applied by Athenian flattery to Demetrius, Plu.Demetr.10; also καταιβάτης κεραυνός, σκηπτός, A.Pr.361, Lyc.382.
2 of Hermes, who led souls down to the nether world, Sch.Ar.Pax649.
3 of Ἀχέρων, that to which one descends, downward, E.Ba.1360.
4 of a person, descending underground, Dam. Isid.131.
5 καταιβάται, οἱ, members of a thiasos of worshippers of Dionysus, Inscr.Magn.215a36.—In these senses the form καταβάτης never occurs; cf. καταιβάσιος, καταιβάτις, etc.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui lance la foudre;
2 qui tombe sur la terre en parl. de la foudre.
Étymologie: *καταιβαίνω, c. καταβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταιβάτης -ου [καταβαίνω] als adj. neerdalend, neerschietend:; κ. κεραυνός neerschietende bliksem Aeschl. PV 359; ook kom. epithet van Zeus. neerwaarts stromend:. καταιβάτης Ἀχέρων deAcheron die naar de onderwereld leidt Eur. Ba. 1361.

German (Pape)

ὁ, p. = καταβάτης, der Herabsteigende, Herabfahrende, bes. Beiwort des in Blitz und Donner niederfahrenden Zeus, Ar. Pax 42; Ath. XII.522f und Sp., wie Lycophr. 1370; καταιβάτης κεραυνός Aesch. Prom. 359, wie σκηπτός Lycophr. 382; auch Hermes, der die Toten in den Hades hinabführt, hieß so bei den Athenern und Rhodiern, nach Schol. Ar. Pax 649. – Beiname des Demetrius, Plut. Demetr. 10. – Auch des Acheron, zu dem man hinabsteigt od. hinabfährt, Eur. Bacch. 1358, und des Apollon, s. καταιβάσιος.

Russian (Dvoretsky)

καταιβάτης: (βᾰ)
1 мечущий молнии (Ζεύς Arph.);
2 низвергающийся, стремительный (κεραυνός Aesch.);
3 ведущий в подземное царство (Ἀχέρων Eur.);
4 сходящий с колесницы (сакральное прозвище Деметрия Полиоркета) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καταιβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς καταβαίνοντος ἐν βρονταῖς καὶ ἀστραπαῖς, ὁ Jupiter Elicius τῶν Ρωμαίων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 42, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 522F, Λυκόφρ. 1370, Παυσ. 5. 14, 10, Κορνοῦτος περὶ Θ. Φύσ. 9·― ὠσαύτως ἐπὶ τῆς βροντῆς αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 359, Λυκόφρ. 382· ― ἀπεδίδετο ὑπὸ τῶν κολάκων Ἀθηναίων εἰς τὸν Δημήτριον, Πλουτ. Δημήτρ. 10. 2) ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ ὅστις ὡδηγεῖ τὰς ψυχὰς εἰς τὸν ᾍδην, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 649. 3) ἐπὶ τοῦ Ἀχέροντος, ὁ καταβαίνων ὑπὸ τὴν γῆν διὰ καταβόθρας. Εὐρ. Βάκχ. 1360.― Ἐπὶ τούτων τῶν ἐννοιῶν ὁ τύπος καταβάτης οὐδέποτε ἀπαντᾷ· πρβλ. καταιβάσιος, καταιβάτις, κτλ.

Greek Monolingual

καταιβάτης, ὁ θηλ. καταιβάτις (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές
2. (ως επίθ. του Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη
3. (επίθ. του Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη με καταβόθρα
5. (για πρόσ.) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη
6. στον πληθ. οἱ καταιβάται
μέλη θιάσου, λάτρεις του Διονύσου
7. το θηλ. α) απότομη, απόκρημνη, κατωφερής
β) αυτή που κατεβάζει («σελήνην καταιβάτις» — αυτή που κατεβάζει με μάγια το φεγγάρι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταί (ποιητ. τ. του κατά) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. επιβάτης, παραβάτης.

Greek Monotonic

καταιβάτης: [ᾰ], ποιητ. αντί καταβάτης, -ου, (καταβαίνω),
1. επίθετο του Δία που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές, σε Αριστοφ.· επίσης λέγεται για τον κεραυνό του, κάθετος, αυτός που εξακοντίζεται, επιρρίπτεται, εκτοξεύεται, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για τον Ἀχέροντα, αυτός πάνω στον οποίο κατεβαίνει κανείς, καθοδικός, κατηφορικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

poet. for καταβάτης καταβαίνω
1. a name of Zeus as descending in thunder and lightning, Ar.:—also of his thunder, descending, hurled down, Aesch.
2. of Ἀχέρων, that to which one descends, downward, Eur.

English (Woodhouse)

swooping

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)